Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Δήμητρα Ιωάννου "Η κληρονόμος του ποταμού" εκδ. Ψυχογιός 2018


Με το πέμπτο της βιβλίο η Δήμητρα Ιωάννου, ανεβάζει τον «πήχυ» ακόμα πιο ψηλά με την ευρηματική σύλληψη της ιστορίας της «Κληρονόμου του Ποταμού» και την εισφορά αστυνομικού στοιχείου στην αφήγησή της. Ορμώμενη από την μακραίωνη ιστορία και τους θρύλους του ποταμού Αχέροντα, με σεβασμό και αναμφισβήτητη αγάπη για την περιοχή, από την οποία ξεκινά η αφήγηση, η Δήμητρα Ιωάννου, συνέλαβε και μας παρέδωσε με την ωριμότερη γραφή της έως σήμερα, την ιστορία της Ρόζας Παλαιολόγου, από την αρχή ως το τέλος της, μιας γυναίκας, η οποία απέχει μακράν από το συνηθισμένο της εποχής εκείνης, αφού διαθέτει έντονη και δυναμική προσωπικότητα, σφυρηλατημένη από δυσκολίες, εμπόδια και ανθρώπους με τους οποίους συγκρούσθηκε χωρίς να υπαναχωρήσει ή να αμβλύνει αντιθέσεις και διαφορές. Ο θάνατός της Ρόζας Παλαιολόγου, αποτελεί το καταλυτικό εκείνο γεγονός, που θα συνδέσει το παρόν με το παρελθόν, τους θρύλους με την πραγματικότητα, ενώ η αναζήτηση του ενόχου, κορυφώνεται σταδιακά και μαεστρικά με ένταση έως το τέλος του βιβλίου, επιτυγχάνοντας την αρμονία σε όλο το έργο της.    
Οι λυρικές και μεστές περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος που περικλείει τον Αχέροντα, οι δοξασίες, οι θρύλοι, η σύνδεσή τους με την εποχή, κατά την οποία τοποθετείται η ιστορία, και η αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου, αρρήκτως συνδεδεμένες μεταξύ τους, είναι εξαιρετικά επιτυχείς, πολύ περισσότερο, που στηρίζονται στην ανεξάντλητη ελληνική μυθολογία, ιστορία και φιλοσοφία, των οποίων άριστη χρήση κατέχει και επεξεργάζεται η συγγραφέας. Οι χρονικές εναλλαγές παρελθόντος και παρόντος, όσο χρειάζεται για την εξέλιξη της αφήγησης, είναι και αυτές άψογες, και εμπλουτίζονται μέσα από περιγραφές της Αθήνας της δεκαετίας του 1960, μίας εποχής που πολλοί δεν την έχουμε ζήσει, αλλά εξακολουθεί έως και σήμερα να θεωρείται λαμπρή σε πολιτιστικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, και το στοιχείο αυτό μας μεταδίδει και η συγγραφέας με λιτό και περιεκτικό τρόπο.
Όπως και τα προηγούμενα βιβλία της και η «Κληρονόμος του Ποταμού» είναι ένα μαγικό παραμύθι, ένα πολύ ενδιαφέρον και ελκυστικό ανάγνωσμα, και οφείλω να πω ότι μου άρεσε πολύ στο τέλος και η σύνδεση του «αγερικού του ποταμού» με την Κασσάνδρα, την πρώτη μυθιστορηματική ηρωίδα της Δ. Ιωάννου, με την οποία την γνωρίσαμε και πλέον την ακολουθούμε πιστά.       

Κώστας Ακρίβος «Γάλα Μαγνησίας», εκδ. Μεταίχμιο 2018


Κώστας Ακρίβος «Γάλα Μαγνησίας», εκδ. Μεταίχμιο 2018

Ένα μυθιστόρημα διαφορετικό από τα άλλα……εμφατικό ως προς την διαχρονική διαχείριση της μνήμης και της λήθης, της ενδοσκόπησης και της αποδοχής…..Με αφετηρία, την ζωή τεσσάρων εφήβων, τροφίμων εκκλησιαστικού οικοτροφείου, ελάχιστα πριν και μετά την μεταπολίτευση, ο Κ. Ακρίβος, με γραφή άμεση, ρεαλιστική, κινούμενη μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, και τοποθετημένη στον Βόλο εκείνης της περιόδου και στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, αναπαριστά με ενάργεια, διεισδυτικότητα, ευαισθησία και σαφή γνώση των συντηρητικών συνθηκών που κυριαρχούσαν σε μία περιφερειακή πόλη, το χωροχρονικό περίγραμμα, εντός του οποίου εκτυλίσσεται η πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή.
Μας παραδίδει ένα έργο, με πρωτότυπη σύλληψη, γραμμένο με δεξιοτεχνία, και εστιασμένο αρχικά στη φιλία και στην αλληλεγγύη των νεαρών ηρώων του, στις προσωπικότητες και στους χαρακτήρες εκάστου εξ αυτών, στις σκέψεις τους, τα όνειρά τους, τις φιλοδοξίες τους, στην (δύσκολη και βεβαρυμένη από καθημερινούς μικρούς και μεγάλους εκφοβισμούς, πολύ καιρό πριν ο όρος του “bullying” καταστεί συχνό φαινόμενο) συνύπαρξή τους με συνομήλικους τους,  έως του κατακερματισμού αυτών από ένα τραγικό περιστατικό. Η απώλεια ενός εφήβου συμμαθητή τους, λίγο πριν από την αποφοίτηση τους, υπό συνθήκες, κατά κάποιον τρόπο, αδιευκρίνιστες  και οι συνέπειές του στη ζωή των τριών εξ αυτών, θα προκαλέσει ένα ρήγμα, αγεφύρωτο και θα τους στιγματίσει και στην ενήλικη ζωή τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Η απώλεια θα τους διασπάσει, έως τη στιγμή που μία τυχαία συνάντηση των δύο εξ αυτών, θα τους φέρει έστω και ελάχιστα πιο κοντά, θα ανασύρει μνήμες από το παρελθόν, ενοχές, επιφυλάξεις, αμφιβολίες, και θα προκαλέσει την αναζήτηση της αλήθειας, όσο σκληρή, ή επώδυνη και αν είναι. Το αποτύπωμα της πεπερασμένης αλήθειας, διαχρονικώς, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ποτέ ίσως δεν είναι ακριβές ή αντίστοιχο της πραγματικότητας και των βιωματικών εμπειριών του παρελθόντος, και αυτό που απεκόμισα από το «Γάλα Μαγνησίας» είναι πόση ψυχική δύναμη απαιτείται πολλές φορές για να αντιμετωπίσουμε όσα συμβαίνουν και καθορίζουν την ενήλικη ζωή μας, υποβοηθούμενοι από τη δική μας ενσυναίσθηση αλλά και από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που υπήρξαν συνοδοιπόροι μας.


      

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΝΟΣ ΑΜΥΡΑΣ "Ο λιμός" εκδόσεις Διόπτρα 2018

Ενας αριστοτεχνικός συνδυασμός ιστορικού και αστυνομικού νουάρ μυθιστορήματος που εξελίσσεται την τραγική περίοδο του χειμώνα του 1941, στην πόλη της Αθήνας η οποία στενάζει υπό γερμανική κατοχή και οι στερήσεις του λαού της έτειναν προς την μορφή της στοχευμένης γενοκτονίας. Το πραγματικό γεγονός της ένσκηψης του λιμού στη χειμαζόμενη Αθήνα εκείνης της περιόδου είναι η κεντρική ιδέα, γύρω από την οποία εξελίσσεται ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, το οποίο ισορροπεί άψογα ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια, όπως προκύπτει άλλωστε και από τις αναφορές και παραθέσεις (στο τέλος της αφήγησης) για τις προσωπικότητες (τόσο των κατακτητών όσο και των Ελλήνων) που έδρασαν εκείνη την περίοδο, ανάλογα με την ιδιότητα και τις ευθύνες εκάστου εξ αυτών, και στον συνδυασμό της με την εξιχνίαση ενός όχι και τόσο σύνηθους εγκλήματος. 
Ο λιμός, η αναπόφευκτη και απολύτως αναγκαία αντιμετώπισή του, οι προσπάθειες πολλών ανθρώπων (για τους οποίους ομολογώ ότι δεν γνώριζα και αναφέρομαι στους «Αόρατους» του Αριστοτέλη Κουτσουμάρη) είτε εντός είτε εκτός της Ελλάδας να παύσει ο αφανισμός (ιδιαίτερα των μικρών παιδιών, όπως περιγράφεται στις πιο συγκινητικές σελίδες του βιβλίου, οι οποίες άπτονται πλήρως των συνθηκών εκείνης της εποχής), η αναλγησία των δυνάμεων κατοχής και οι «άοκνες» προσπάθειες καθυπόταξης, τρομοκράτησης και φίμωσης του λαού, η άνομη, ανήθικη και καταδικαστέα στην εθνική συλλογική συνείδηση τακτική της «μαύρης αγοράς» και του δοσιλογισμού σε βάρος της ζωής, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας των Αθηναίων, σκιαγραφούνται με αμεσότητα και ρεαλισμό, αποτυπώνοντας και αναδεικνύοντας όπως ακριβώς πρέπει (προσωπικά τίποτε δεν μου φάνηκε περιττό) το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της σκοτεινής εκείνης περιόδου και τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων. 
Από τις σελίδες του βιβλίου, και κατά την εξέλιξη της πλοκής, με καθοριστικούς ρόλους αναδεικνύεται ο ρόλος κορυφαίων προσωπικοτήτων της ιστορικής, πολιτικής όσο και της πνευματικής ζωής εκείνης της περιόδου, οι οποίες, με σθένος, δύναμη ψυχής, αποφασιστικότητα, τόλμη και θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τις ζωές τους, προσπάθησαν και εν τέλει κατάφεραν να καταστήσουν τον «λιμό» διεθνές επισιτιστικό πρόβλημα και τραγική συνέπεια της διπλής κατοχής της χώρας, να τον δημοσιοποιήσουν παντού και να καταφέρουν εν τέλει να μειώσουν τις συνέπειές του έστω και μακροπρόθεσμα. Είναι σαφές ότι η συγγραφική σύλληψη επιτυχώς συνδύασε πραγματικά γεγονότα, όπως προκύπτουν από ιστορικές πηγές (πχ οι επιστολές του Εμμ. Τσουδερού προς τους προέδρους των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, οι οποίες έχουν περιληφθεί αυτούσιες, τονίζοντας ακόμα περισσότερα την κρισιμότητα και την δραματικότητα της κατάστασης), ενώ η περιγραφή της Αθήνας, και των κατοίκων της που προσπαθούσαν να επιζήσουν υπό καθεστώς πλήρους ανελευθερίας, έχει αντίστοιχη δυναμική με εικόνες και φωτογραφίες που έως και τις μέρες μας προκαλούν απόγνωση, απελπισία, φόβο και οργή. 
Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, τα οποία κατά τη γνώμη μου, αναδεικνύουν το «στίγμα» του βιβλίου και συμπυκνώνουν το νόημά του σε δύο λέξεις, την «εθνική συνείδηση». 
«….Οι Ελληνες πεθαίνουν από την ασιτία σαν να είναι αόρατοι για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να πέθαναν χωρίς να έχουν έρθει ποτέ στη ζωή. Στην περίπτωση μου, όμως, Αόρατοι είναι η ομάδα για την ύπαρξη της οποίας δεν ξέρει κανείς. Πιθανότατα δεν θα την αναγνωρίσουν ποτέ όταν τελειώσει ο εφιάλτης που ζούμε. Δεν δίνει λογαριασμό σε καμία αρχή παρά μόνο στη συνείδηση των μελών της». 
« ….Το μέλλον πάντα περιέχει μέσα του το παρελθόν. Για όλους. Χρέος δικό μας, των ποιητών, είναι να διαφωτίζουμε και να καθοδηγούμε τον λαό ενεργοποιώντας το υποσυνείδητό του. Πως αλήθεια ένας λαός θα προχωρήσει δημιουργικά όταν δεν αισθανθεί τις μνήμες του ;; Ενας λαός που δεν βιώνει και δεν δραστηριοποιείται μόνος του μοιάζει με τον άνθρωπο που διδάσκεται αλλά δεν θέτει κανένα ερώτημα. Για αυτό δεν πρέπει να ξεχάσουμε το παρελθόν μας και το παρόν. Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε σωστά το μέλλον…» 
Ένα βιβλίο, διαφορετικό από τα σύνηθη, το οποίο αξίζει να αναγνωσθεί, όχι μόνο για την πλοκή και τον τρόπο γραφής του, αλλά και γιατί προβληματίζει, αφυπνίζει και ανακινεί τη συλλογική μνήμη, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. 

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Φιλομήλα Λαπατά "Ο διχασμός" εκδόσεις Ψυχογιός 2018


Ενα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο η ιστορική πραγματικότητα και η εξέλιξη της Αθήνας, αλληλοτέμνονται και συνδυάζονται αρμονικά με την μυθοπλασία....

Οπως και η ίδια η δημιουργός αναφέρει σε σημείωμά της και μετά το τέλος της αφήγησης, ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι το ευρύτερο τοπίο της Αθήνας της περιόδου 1840 -1875, το οποίο μέσα από συγκερασμό ιστορικών πηγών και αναφορών, αποτυπώνεται και αναδεικνύεται με ενάργεια και αμεσότητα, με τον ιδιαίτερο τρόπο της συγγραφέως. Η πόλη, την περίοδο εκείνη, ακόμα βρίσκεται ακόμα στο μεταίχμιο μεταξύ της μετεπαναστατικής Ελλάδας προσπαθώντας να βρει το στίγμα της ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους και των ιδεοληψιών (όπως ακριβώς τις θίγει η συγγραφέας αναφορικά με τις διαχρονικές απόψεις των Ελλήνων για τη φύση και τα αίτια των εθνικών δεινών) που δεν έχουν ακόμα αποβληθεί από την συλλογική συνείδηση των κατοίκων της πόλης. Οι περιγραφές του κοινωνικού περιβάλλοντος, οι πολιτικές αναταράξεις, οι στερεότυπες αντιλήψεις επί των οποίων εγκαταβιούν και ζουν οι Αθηναίοι εκείνης της περιόδου, είναι εξαιρετικές, πολύ περισσότερο που λόγω του όγκου της βιβλιογραφίας, είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιλεγούν εκείνα τα στοιχεία, τα οποία προσθέτουν στην μυθοπλασία πραγματολογικό ενδιαφέρον και συνδέονται με την πλοκή, αποτελώντας ενιαίο και ισορροπημένο σύνολο.

Η θέση της γυναίκας εκείνη την περίοδο (όπως και στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας) είναι το κυρίαρχο στοιχείο, και πάνω σε αυτό το μοτίβο, αλλιώς επί αυτής της κεντρικής ιδέας, διαδραματίζεται η ταραχώδης ιστορία της Ελισάβετ Δούκα, η οποία ωστόσο παρά τα πάθη, τις εντάσεις, τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, καταφέρνει με δύναμη ψυχής και θέληση να υπερβεί τον ιδιότυπο "διχασμό", τον οποίο η ίδια βίωσε και να αποδεχθεί τις πράξεις της, τις προγονικές της καταβολές (καταγεγραμμένες στην "μυστική αρχιτεκτονική των οστών", μία φράση η οποία συνδέει την αρχή με το τέλος του βιβλίου) όχι όμως μοιρολατρικά, αλλά αποφασιστικά, συνδέοντας την προσωπική της πορεία με την πόλη της Αθήνας.

Χαρακτηριστικά τα σημεία του επιλόγου με την μονοπρόσωπη αφήγηση της Ελισάβετ Δούκα :
"....Ζω αγωνίζομαι καθημερινά για το καλύτερο μέσα στις δυνατότητές μου, προσπαθώ να μη βλάψω τον εαυτό μου, φροντίζω για το καλό παράδειγμα και την πνευματική, συναισθηματική και ηθική κληρονομιά που θ΄αφήσω στα παιδιά μου και στα παιδιά των παιδιών μου. Μια πλήρης αποδοχή της ζωής, των εντάσεων της, των δυσκολιών της, των δυσάρεστων εκπλήξεων της, με συμφιλιώνει με τον εαυτό μου. Κι έχω πάντα την αίσθηση του θαύματος ότι είναι απλώς η επίγνωση που δημιουργεί την ομορφιά της ζωής........Δεν ήταν εύκολο να διηγηθώ αυτή την ιστορία σε όποιον δεν γνωρίζει αυτή την πόλη, το παρελθόν της, τα τερτίπια της, τη μυρωδιά της νύχτας όταν πέφτει πάνω στις ρούγες της, όταν τη σκεπάζει η απογευματινή μελαγχολία, όταν πυρώνει ο ήλιος τις πέτρες της, όταν τα χρώματα της αυγής βάφουν χρυσά τα αρχαία απομεινάρια της. Δεν ήταν εύκολο να τη διηγηθώ σε όποιον δεν έχει συμπονέσει αυτή την πόλη για τα πάθη της και δεν έχει νιώσει περήφανος με τους θριάμβους της. Για την Αθήνα μιλάω. Τη μάγισσα. Τη γη μου. Τη γη των προγόνων μου".

Ενα βιβλίο αφιερωμένο εξίσου στην πόλη της Αθήνας και στην γυναικεία φύση, όπως διαπλάθεται μέσω της εποχής της, σε συνθήκες που εντείνουν την αντίθεση μεταξύ καλού και κακού, ατομικής ηθικής και κοινωνικής ταυτότητας.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Philippa Gregory "Η Αυλή των ψιθύρων", εκδ. Διόπτρα 2018


Πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, για όσες και όσους τους αρέσει η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος, η εποχή της βασιλείας του Ερρίκου του 8ου, και τα χρόνια που επακολούθησαν τον θάνατο της Αννας Μπολέυν και την εξέλιξη του Ερρίκου σε απόλυτο μονάρχη, με εξουσία ζωής και θανάτου στους υπηκόους του και κυρίως στις συζύγους του. Η συγγραφέας θεωρείται στην πατρίδα της κορυφαία για την περίοδο της βασιλείας του οίκου των Τυδώρ,  η οποία, ειδικά στα χρόνια του Ερρίκου, αποτέλεσε μία ταραγμένη ιστορικά, κοινωνικά και θρησκευτικά εποχή, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της οποίας δεν περιορίσθηκαν μόνο στην Αγγλία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Συνδυάζοντας ιστορικά γεγονότα με μυθοπλασία (η οποία προσεγγίζει αρκετά την πραγματικότητα), η «Αυλή των θαυμάτων» αφηγείται την ανέλιξη στον θρόνο, των (δύο) επομένων συζύγων του Ερρίκου, μετά την Αννα Μπολέυν (ο χαρακτήρας και το τέλος της, οι πράξεις της, η συμπεριφορά της διατρέχουν ωστόσο όλο το έργο από την αρχή έως το τέλος, ως σημείο αναφοράς για τις «διαδόχους» της), της Αννας της Κλεβ (η οποία δεν μακροημέρευσε ως σύζυγος μεν, αλλά παρέμεινε στην βασιλική αυλή) και της Αικατερίνης Χάουαρντ (η οποία δικάσθηκε ως προδότρια και εκτελέσθηκε). Δύο απολύτως διαφορετικοί χαρακτήρες, από την μία η Αννα σοβαρή, συνεσταλμένη, συντηρητική, προσπαθεί να προσαρμοσθεί στον τρόπο ζωής που της επιβάλλεται, με υπομονή και εγκαρτέρηση, στο τέλος ωστόσο επιδιώκει και αποδέχεται μετά την απομάκρυνσή της από το θρόνο την μοναχικότητά της και από την άλλη η έφηβη Αικατερίνη, επιπόλαιη, ματαιόδοξη, επηρμένη, φιλάργυρη, άγεται και φέρεται από τα πρόσωπα του στενού συγγενικού της περιβάλλοντος που τη χρησιμοποιούν από την αρχή έως το τέλος ως ένα «πιόνι» για την ανέλιξή τους. Μεταξύ των δύο βασιλισσών, παρεμβάλλεται ένα άλλο ιστορικό πρόσωπο, αμφισβητούμενης ηθικής και αξιοπιστίας, η Τζέιν Μπολέυν, νύφη της Αννας Μπολέυν και σύζυγος του αδελφού της, η οποία έως και τον θάνατό της, δεν σταματά, με σκοπό το προσωπικό της όφελος, κινούμενη από ιδιοτέλεια (η οποία κορυφώνεται στο τέλος της αφήγησης) να συμμετέχει ενεργά και δραματικά στην άνοδο και κυρίως στην πτώση της Αννας και της Αικατερίνης, ως έχουσα κεντρική θέση στην Αυλή και επιδιώκοντας να τη διατηρήσει με κάθε κόστος. Και για τα τρία αυτά ιστορικά πρόσωπα, τρεις γυναίκες τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, των οποίων οι ζωές διασταυρώνονται, διαπλέκονται και λειτουργούν αλληλεπιδραστικά, έχει προτιμηθεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία προσδίδει ένταση και αμεσότητα σε όλο το έργο. Το ιστορικό πλαίσιο που διαδραματίζεται το έργο, περιορίζεται σε χρονικό διάστημα σχεδόν δύο ετών, και δεν θα μπορούσε η συγγραφέας σε καμία περίπτωση να έχει παραλείψει γεγονότα, άμεσα συνδεόμενα με τις συνθήκες και τον τρόπο διακυβέρνησης του Ερρίκου (το τέλος του Κρόμγουελ, οι προσπάθειες για «συμμαχίες» είτε με την Ισπανία είτε με την Γαλλία, ο τρόπος επικράτησης της θρησκευτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, με την βίαιη απόσπαση εδαφών και περιουσίας του κλήρου και ενσωμάτωσής τους στην βασιλική περιουσία, η «κατασκευή» (σε σημείο παραλογισμού ακόμα και με την ενοχοποίηση της σκέψης) συνωμοσιών κατά του βασιλιά με σκοπό την (κυριολεκτική) εξόντωση των αντιφρονούντων με κάθε μέσο, τον φόβο, που καλλιεργούσε εντέχνως ο μονάρχης για να χειραγωγεί το λαό αλλά και να καθυποτάσσει τους ευγενείς), άρρηκτα συνδεδεμένα με τον χαρακτήρα του και την εξέλιξη της προσωπικότητάς του.
ΥΓ.- Ελπίζω ο εκδοτικός οίκος να εκδώσει και άλλα έργα της Γκρέγκορυ, η οποία έχει εκδώσει αρκετά έργα όχι μόνο για την συγκεκριμένη περίοδο αλλά και για την προγενέστερη αυτής, και εύχομαι την επόμενη φορά ο ελληνικός τίτλος του βιβλίου, να είναι πιο εύστοχος και να αντιστοιχεί στον τίτλο της αγγλικής έκδοσης. Το μυθιστόρημα φέρει τον πρωτότυπο τίτλο «The Boleyn inheritance» και αντιστοιχεί απολύτως στην «κεντρική ιδέα» της αφήγησης, από την αρχή έως το τέλος, και σαφώς προτιμήθηκε για να καταδείξει την «κληρονομιά» της γενιάς αυτής. Ο ελληνικός τίτλος («Η Αυλή των ψιθύρων») καμία απολύτως σχέση δεν έχει με την εξέλιξη της αφήγησης, τον θεωρώ εξαιρετικά ατυχή, γιατί στη συγκεκριμένη αυλή, οι "ψίθυροι" συνηθίζονταν μεν, αλλά πιο πολύ κυριαρχούσε η υποκρισία...        

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ "Ο Δράκος της Πρέσπας Ι" ("Η Κοιλάδα της Λάσπης"), εκδ. Καστανιώτη 2014


Δεν ξέρω αν «ανήκει» ακριβώς, στη λογοτεχνία του φανταστικού, με βεβαιότητα όμως μπορώ να πω ότι είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, συναρπαστικά και αξιόλογα, αφηγήματα, που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια (και με περίμενε πολύ καιρό στα «αδιάβαστα»…). Διαχρονικό, αλληγορικό (κοινωνικά και πολιτικά και ηθικά ακόμα θα έλεγα), με «αντιστοιχίσεις» της ελληνικής πραγματικότητας των τελευταίων ετών, σε έναν πιο περιορισμένο (και ιστορικά φορτισμένο) χώρο, τη λίμνη της Πρέσπας, στην «Κοιλάδα της λάσπης», ο «Δράκος» είτε υπαρκτός είτε «δημιούργημα» των καιρών, των συνθηκών και της ανάγκης καθυπόταξης των πολιτών στην νέα «παγκόσμια τάξη», είναι ο συνδετικός κρίκος και το καταλυτικό στοιχείο στη ζωή και στις συμπεριφορές όσων επέλεξαν ως κατοικία τους τις όχθες της λίμνης (είτε της νότιας στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου εξελίσσεται η ιστορία, είτε της ανατολικής και δυτικής που ζουν οι «αλλόχθιοι»). Εντυπωσιακή, ευφυέστατη (και ανατρεπτική) πλοκή, με χρονικές εναλλαγές απολύτως φυσικές (δεν σε προιδεάζει κανένα στοιχείο για την «αναδρομή»), χαρακτήρες, των οποίων οι κινήσεις, τα συναισθήματα και οι αποφάσεις, αποδίδονται με ρεαλισμό, και ένα «τέλος» ;; που προετοιμάζει για τη συνέχεια….(αν και μετά από τέσσερα έτη από την έκδοση της «Κοιλάδας της Λάσπης», για όσους ανυπομονούμε, μάλλον θα πρέπει, να εκδοθούν μαζί και οι δύο συνέχειες….).

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

"Το ρ της Ερωμένης" ΕΙΡΗΝΗ ΒΑΡΔΑΚΗ, εκδ. Bell 2018

Ευφυής συγγραφική σύλληψη, εξαιρετική η περιγραφή της συμπεριφοράς και της ψυχολογίας των βασικών χαρακτήρων, η διείσδυση και η "καταβύθιση" στις πιο μύχιες σκέψεις και εμμονές τους, η αποτύπωση της "χειραγώγησής" τους είτε εκατέρωθεν είτε επηρεασμένη από τις συνθήκες και τις ανατροπές στη ζωή τους, στοιχεία τα οποία διατρέχουν όλη την αφήγηση και κορυφώνονται προς το τέλος, με τρόπο που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Μπορώ να πω επιπλέον ότι με εντυπωσίασε και με εξέπληξε ευχάριστα η πρωτοπρόσωπη αφήγηση για όλους όσους εμπλέκονται σε αυτό το "παιχνίδι" (ακόμα και της μικρής Νεφέλης). Δεν θα το κατέτασσα στα αμιγώς αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά στην ευρεία κατηγορία αυτών, αφού το βάρος "γέρνει" προς τους ψυχολογικούς παράγοντες (πάθος, εξάρτηση, αυτολύπηση, πικρία, μνησικακία, εκδικητικότητα κ.α.) που επιδρούν αποφασιστικά (και ολέθρια στη συγκεκριμένη περίπτωση) στην ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης και στην ατομική κρίση και συνείδηση. Με βεβαιότητα όμως το κατατάσσω στα πολύ αξιόλογα και ενδιαφέροντα έργα της νεότερης γενιάς των Ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι, επιλέγοντας ένα διαφορετικό (και αναμφισβήτητα πιο δύσκολο) λογοτεχνικό είδος από τα σύνηθη (κοινωνικά, αισθηματικά, ιστορικά) αποδεικνύουν συνεχώς τα τελευταία έτη, ότι όχι μόνο ως ταλαντούχοι και πολλά υποσχόμενοι, έχουν τις ικανότητες να ανταποκριθούν κάλλιστα αλλά παραδίδουν (όπως συγκεκριμένα η κ. Βαρδάκη) έργα ικανά να προκαλέσουν και να διατηρήσουν, αν όχι να αυξήσουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, με τον τρόπο γραφής τους. Με χαρά θα αναμένω το επόμενο, μια και έχει ήδη βάλει η ίδια η συγγραφέας "ψηλά τον πήχη".

"Μυρωδιά από σανίδι", Κώστας Κρομμύδας, εκδ. Διόπτρα 2018


Ομολογώ, ότι έχω διαβάσει άπειρες βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, ιστορίες βασισμένες σε «αληθινά γεγονότα», ή εμπνευσμένες από αυτά, αλληγορίες, μυθιστορίες οι οποίες στηρίζονται στη διακειμενικότητα και αντλούν στοιχεία από άλλα λογοτεχνικά είδη, ωστόσο, ως αναγνώστρια που πάντα διατηρώ αυξημένες προσδοκίες από κάθε νέο βιβλίο δημιουργού (του οποίου αναμφίβολα θα πρέπει να μου αρέσει ο τρόπος γραφής του και αναμένω το κάτι «παραπάνω»), μπορώ να πω ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, τις ικανοποίησε στο ακέραιο, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του. Ξεκινώντας από το παρόν και με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία προσδίδει αμεσότητα και ρεαλισμό, η αφήγηση συνεχίζεται ρέουσα, και εναλλάσσεται, με αναδρομή στο παρελθόν, όπου, ο αναγνώστης καλείται να γνωρίσει και να κατανοήσει, την πορεία της προσωπικής και θυελλώδους σχέσης του Νικολάου Δούκα και της Λυδίας Ρανιέρη, από την αρχή της γνωριμίας τους έως το τέλος, μιας ζωής γεμάτης «μυρωδιάς από σανίδι», επηρεασμένης αναπόδραστα από τις έντονες προσωπικότητές τους. Η εναλλαγή μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, είναι απολύτως ισορροπημένη και ενταγμένη στην αφήγηση, αφού όχι μόνο δεν είναι κουραστική ή αποτρεπτική για τον αναγνώστη, αλλά προσωπικά, θεωρώ ότι ήταν απολύτως απαραίτητη για τον ιδανικό συγκερασμό μεταξύ της συγγραφικής επινόησης και της πραγματικότητας, αποδίδοντας σεβασμό σε δύο καλλιτέχνες οι οποίοι διαχρονικά τίμησαν και τιμούν έως και σήμερα την τέχνη της υποκριτικής στην Ελλάδα. Κατά την εξέλιξη της αφήγησης, τα έντονα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, οι αντιθέσεις, τα διλήμματα, οι επιθυμίες και οι εσωτερικές συγκρούσεις των βασικών χαρακτήρων αποδίδονται με εξαιρετική ενάργεια, πιστότητα, ακρίβεια και δραματικότητα, χωρίς ανούσιες υπερβολές, με κυρίαρχο στοιχείο του βιβλίου (κατά την προσωπική μου άποψη) τη δυναμική του έρωτα, του ενός και μοναδικού που μπορεί να έχει κανείς την τύχη να γνωρίσει και να βιώσει στη ζωή του.
Η απάντηση στην υποσημείωση που έχει τεθεί στο εξώφυλλο του βιβλίου («Πέφτει ποτέ αυλαία στον έρωτα;;»), μετά πλέον την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της ιστορίας, θεωρώ ότι έχει δοθεί μέσα από την άρτια δομημένη αφήγηση και την σκιαγράφηση της προσωπικότητας των βασικών χαρακτήρων, και αποτυπώνεται προς τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, (οι οποίες εμπεριέχουν και ένα ιδιαίτερα συγκινησιακό «φορτίο» και για αυτό αξίζουν ιδιαιτέρως περισσότερα εύσημα στον συγγραφέα).
Από αυτές τις τελευταίες σελίδες ξεχωρίζω ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα, το οποίο θεωρώ ότι συμπυκνώνει το μήνυμα του βιβλίου….. «και αν είσαι τυχερός και τον συναντήσεις μη χάσεις την ευκαιρία να τον ζήσεις. Μην χάσεις την μοναδική δυνατότητα που σου δίνει να σε ταξιδέψει στα μαγικά του μονοπάτια, στην ολοκλήρωση, στην ευτυχία. Αν, όμως τον αρνηθείς επειδή δειλιάζεις μπροστά στα πρέπει του, τότε μην τον ονοματίσεις ανεκπλήρωτο. Ονομάτισέ τον απλώς επιλογή σου. Επιλογή σου να τον αφήσεις, να σου φύγει και να μείνεις συμβιβασμένος με ό,τι σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Κι ας μην ξεχνάμε ποτέ πως η μεγαλύτερη εξύμνηση του έρωτα είναι για το μεγαλείο του κι όχι για την αδυναμία του».  
«Μυρωδιά από σανίδι» νοσταλγική, συναρπαστική, έμφορτη ονείρων, επιθυμιών και παθών…..διανθισμένη στα κατάλληλα σημεία με αποσπάσματα κορυφαίων θεατρικών έργων, μία έξοχη μυθιστορία για πολλούς λόγους, και για κάτι τελευταίο:
 Η συγγραφική έμπνευση πολλές φορές, ορμώμενη από αληθινά γεγονότα, όπως αυτά βιώθηκαν από τους κοινωνούς τους, έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μεταξύ της πραγματικότητας (ιδίως όσων γεγονότων συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν) και της μυθοπλασίας, προκειμένου να ολοκληρωθεί και να παραδοθεί στο αναγνωστικό κοινό, το πνευματικό έργο του/της δημιουργού του, η οποία αποβαίνει άλλοτε επιτυχής άλλοτε όχι….και αυτό εξαρτάται από τη συγγραφική και συνθετική ικανότητα (χάρισμα θα έλεγα εγώ…) του δημιουργού να αναπαριστά στο μέτρο του δυνατού, σεβόμενος όσους έζησαν τα πραγματικά γεγονότα, να αξιοποιεί το ατόφιο «υλικό», να το προσαρμόζει και να το μετουσιώνει σε μία νέα «λογοτεχνική» (πλέον) πραγματικότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και κατά την προσωπική μου άποψη, το «στοίχημα» νομίζω ότι έχει κερδηθεί (για άλλη μία φορά αφού και τα προηγούμενα έργα του συγγραφέα επίσης βασίζονταν σε αληθινά γεγονότα), επάξια, με μία σημαντική διαφορά,  όπως εγώ τη διέκρινα….σε εμένα (τουλάχιστον) είναι σαφές, ποια πρόσωπα ενέπνευσαν τον δημιουργό και η προσωπική τους σχέση, καλλιτέχνες οι οποίοι θεωρούνται έως και σήμερα κορυφαίοι, το έργο τους και η προσωπικότητά τους αγγίζουν τα όρια του «μύθου», παρά το χρόνο που έχει διανυθεί από το μεσουράνημά τους έως και σήμερα…..Στο βιβλίο «Μυρωδιά από σανίδι» η αντιστοίχιση μεταξύ μύθου, συγγραφικής σύλληψης και πραγματικότητας είναι πιο ευδιάκριτη μεν, αλλά η «σύγκριση» μεταξύ των ανωτέρω (κατά την προσωπική μου εκτίμηση) είναι επιτυχής, και αυτό οφείλεται στην άψογη χρήση και κατάλληλη διαμόρφωση του πρωτογενούς «υλικού» εκ μέρους του δημιουργού, ο οποίος μας παρέδωσε ένα έξοχο βιβλίο, για το οποίο ευλόγως πρέπει να αισθάνεται δικαιωμένος.