Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΠΑΝΟΣ ΑΜΥΡΑΣ "Ο λιμός" εκδόσεις Διόπτρα 2018

Ενας αριστοτεχνικός συνδυασμός ιστορικού και αστυνομικού νουάρ μυθιστορήματος που εξελίσσεται την τραγική περίοδο του χειμώνα του 1941, στην πόλη της Αθήνας η οποία στενάζει υπό γερμανική κατοχή και οι στερήσεις του λαού της έτειναν προς την μορφή της στοχευμένης γενοκτονίας. Το πραγματικό γεγονός της ένσκηψης του λιμού στη χειμαζόμενη Αθήνα εκείνης της περιόδου είναι η κεντρική ιδέα, γύρω από την οποία εξελίσσεται ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, το οποίο ισορροπεί άψογα ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια, όπως προκύπτει άλλωστε και από τις αναφορές και παραθέσεις (στο τέλος της αφήγησης) για τις προσωπικότητες (τόσο των κατακτητών όσο και των Ελλήνων) που έδρασαν εκείνη την περίοδο, ανάλογα με την ιδιότητα και τις ευθύνες εκάστου εξ αυτών, και στον συνδυασμό της με την εξιχνίαση ενός όχι και τόσο σύνηθους εγκλήματος. 
Ο λιμός, η αναπόφευκτη και απολύτως αναγκαία αντιμετώπισή του, οι προσπάθειες πολλών ανθρώπων (για τους οποίους ομολογώ ότι δεν γνώριζα και αναφέρομαι στους «Αόρατους» του Αριστοτέλη Κουτσουμάρη) είτε εντός είτε εκτός της Ελλάδας να παύσει ο αφανισμός (ιδιαίτερα των μικρών παιδιών, όπως περιγράφεται στις πιο συγκινητικές σελίδες του βιβλίου, οι οποίες άπτονται πλήρως των συνθηκών εκείνης της εποχής), η αναλγησία των δυνάμεων κατοχής και οι «άοκνες» προσπάθειες καθυπόταξης, τρομοκράτησης και φίμωσης του λαού, η άνομη, ανήθικη και καταδικαστέα στην εθνική συλλογική συνείδηση τακτική της «μαύρης αγοράς» και του δοσιλογισμού σε βάρος της ζωής, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας των Αθηναίων, σκιαγραφούνται με αμεσότητα και ρεαλισμό, αποτυπώνοντας και αναδεικνύοντας όπως ακριβώς πρέπει (προσωπικά τίποτε δεν μου φάνηκε περιττό) το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της σκοτεινής εκείνης περιόδου και τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων. 
Από τις σελίδες του βιβλίου, και κατά την εξέλιξη της πλοκής, με καθοριστικούς ρόλους αναδεικνύεται ο ρόλος κορυφαίων προσωπικοτήτων της ιστορικής, πολιτικής όσο και της πνευματικής ζωής εκείνης της περιόδου, οι οποίες, με σθένος, δύναμη ψυχής, αποφασιστικότητα, τόλμη και θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τις ζωές τους, προσπάθησαν και εν τέλει κατάφεραν να καταστήσουν τον «λιμό» διεθνές επισιτιστικό πρόβλημα και τραγική συνέπεια της διπλής κατοχής της χώρας, να τον δημοσιοποιήσουν παντού και να καταφέρουν εν τέλει να μειώσουν τις συνέπειές του έστω και μακροπρόθεσμα. Είναι σαφές ότι η συγγραφική σύλληψη επιτυχώς συνδύασε πραγματικά γεγονότα, όπως προκύπτουν από ιστορικές πηγές (πχ οι επιστολές του Εμμ. Τσουδερού προς τους προέδρους των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, οι οποίες έχουν περιληφθεί αυτούσιες, τονίζοντας ακόμα περισσότερα την κρισιμότητα και την δραματικότητα της κατάστασης), ενώ η περιγραφή της Αθήνας, και των κατοίκων της που προσπαθούσαν να επιζήσουν υπό καθεστώς πλήρους ανελευθερίας, έχει αντίστοιχη δυναμική με εικόνες και φωτογραφίες που έως και τις μέρες μας προκαλούν απόγνωση, απελπισία, φόβο και οργή. 
Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, τα οποία κατά τη γνώμη μου, αναδεικνύουν το «στίγμα» του βιβλίου και συμπυκνώνουν το νόημά του σε δύο λέξεις, την «εθνική συνείδηση». 
«….Οι Ελληνες πεθαίνουν από την ασιτία σαν να είναι αόρατοι για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να πέθαναν χωρίς να έχουν έρθει ποτέ στη ζωή. Στην περίπτωση μου, όμως, Αόρατοι είναι η ομάδα για την ύπαρξη της οποίας δεν ξέρει κανείς. Πιθανότατα δεν θα την αναγνωρίσουν ποτέ όταν τελειώσει ο εφιάλτης που ζούμε. Δεν δίνει λογαριασμό σε καμία αρχή παρά μόνο στη συνείδηση των μελών της». 
« ….Το μέλλον πάντα περιέχει μέσα του το παρελθόν. Για όλους. Χρέος δικό μας, των ποιητών, είναι να διαφωτίζουμε και να καθοδηγούμε τον λαό ενεργοποιώντας το υποσυνείδητό του. Πως αλήθεια ένας λαός θα προχωρήσει δημιουργικά όταν δεν αισθανθεί τις μνήμες του ;; Ενας λαός που δεν βιώνει και δεν δραστηριοποιείται μόνος του μοιάζει με τον άνθρωπο που διδάσκεται αλλά δεν θέτει κανένα ερώτημα. Για αυτό δεν πρέπει να ξεχάσουμε το παρελθόν μας και το παρόν. Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε σωστά το μέλλον…» 
Ένα βιβλίο, διαφορετικό από τα σύνηθη, το οποίο αξίζει να αναγνωσθεί, όχι μόνο για την πλοκή και τον τρόπο γραφής του, αλλά και γιατί προβληματίζει, αφυπνίζει και ανακινεί τη συλλογική μνήμη, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. 

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Φιλομήλα Λαπατά "Ο διχασμός" εκδόσεις Ψυχογιός 2018


Ενα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο η ιστορική πραγματικότητα και η εξέλιξη της Αθήνας, αλληλοτέμνονται και συνδυάζονται αρμονικά με την μυθοπλασία....

Οπως και η ίδια η δημιουργός αναφέρει σε σημείωμά της και μετά το τέλος της αφήγησης, ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι το ευρύτερο τοπίο της Αθήνας της περιόδου 1840 -1875, το οποίο μέσα από συγκερασμό ιστορικών πηγών και αναφορών, αποτυπώνεται και αναδεικνύεται με ενάργεια και αμεσότητα, με τον ιδιαίτερο τρόπο της συγγραφέως. Η πόλη, την περίοδο εκείνη, ακόμα βρίσκεται ακόμα στο μεταίχμιο μεταξύ της μετεπαναστατικής Ελλάδας προσπαθώντας να βρει το στίγμα της ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους και των ιδεοληψιών (όπως ακριβώς τις θίγει η συγγραφέας αναφορικά με τις διαχρονικές απόψεις των Ελλήνων για τη φύση και τα αίτια των εθνικών δεινών) που δεν έχουν ακόμα αποβληθεί από την συλλογική συνείδηση των κατοίκων της πόλης. Οι περιγραφές του κοινωνικού περιβάλλοντος, οι πολιτικές αναταράξεις, οι στερεότυπες αντιλήψεις επί των οποίων εγκαταβιούν και ζουν οι Αθηναίοι εκείνης της περιόδου, είναι εξαιρετικές, πολύ περισσότερο που λόγω του όγκου της βιβλιογραφίας, είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιλεγούν εκείνα τα στοιχεία, τα οποία προσθέτουν στην μυθοπλασία πραγματολογικό ενδιαφέρον και συνδέονται με την πλοκή, αποτελώντας ενιαίο και ισορροπημένο σύνολο.

Η θέση της γυναίκας εκείνη την περίοδο (όπως και στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας) είναι το κυρίαρχο στοιχείο, και πάνω σε αυτό το μοτίβο, αλλιώς επί αυτής της κεντρικής ιδέας, διαδραματίζεται η ταραχώδης ιστορία της Ελισάβετ Δούκα, η οποία ωστόσο παρά τα πάθη, τις εντάσεις, τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, καταφέρνει με δύναμη ψυχής και θέληση να υπερβεί τον ιδιότυπο "διχασμό", τον οποίο η ίδια βίωσε και να αποδεχθεί τις πράξεις της, τις προγονικές της καταβολές (καταγεγραμμένες στην "μυστική αρχιτεκτονική των οστών", μία φράση η οποία συνδέει την αρχή με το τέλος του βιβλίου) όχι όμως μοιρολατρικά, αλλά αποφασιστικά, συνδέοντας την προσωπική της πορεία με την πόλη της Αθήνας.

Χαρακτηριστικά τα σημεία του επιλόγου με την μονοπρόσωπη αφήγηση της Ελισάβετ Δούκα :
"....Ζω αγωνίζομαι καθημερινά για το καλύτερο μέσα στις δυνατότητές μου, προσπαθώ να μη βλάψω τον εαυτό μου, φροντίζω για το καλό παράδειγμα και την πνευματική, συναισθηματική και ηθική κληρονομιά που θ΄αφήσω στα παιδιά μου και στα παιδιά των παιδιών μου. Μια πλήρης αποδοχή της ζωής, των εντάσεων της, των δυσκολιών της, των δυσάρεστων εκπλήξεων της, με συμφιλιώνει με τον εαυτό μου. Κι έχω πάντα την αίσθηση του θαύματος ότι είναι απλώς η επίγνωση που δημιουργεί την ομορφιά της ζωής........Δεν ήταν εύκολο να διηγηθώ αυτή την ιστορία σε όποιον δεν γνωρίζει αυτή την πόλη, το παρελθόν της, τα τερτίπια της, τη μυρωδιά της νύχτας όταν πέφτει πάνω στις ρούγες της, όταν τη σκεπάζει η απογευματινή μελαγχολία, όταν πυρώνει ο ήλιος τις πέτρες της, όταν τα χρώματα της αυγής βάφουν χρυσά τα αρχαία απομεινάρια της. Δεν ήταν εύκολο να τη διηγηθώ σε όποιον δεν έχει συμπονέσει αυτή την πόλη για τα πάθη της και δεν έχει νιώσει περήφανος με τους θριάμβους της. Για την Αθήνα μιλάω. Τη μάγισσα. Τη γη μου. Τη γη των προγόνων μου".

Ενα βιβλίο αφιερωμένο εξίσου στην πόλη της Αθήνας και στην γυναικεία φύση, όπως διαπλάθεται μέσω της εποχής της, σε συνθήκες που εντείνουν την αντίθεση μεταξύ καλού και κακού, ατομικής ηθικής και κοινωνικής ταυτότητας.