Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΕΡΣΤΙΝ ΓΚΙΕΡ "Η μαφία των μαμάδων", "Η νονά", "Τα ετερώνυμα μπλέκονται", εκδ. Κλειδάριθμος 2011

Για να είμαι ειλικρινής, ούτε την είχα ακούσει προηγουμένως τη συγκεκριμένη (Γερμανίδα) συγγραφέα, και φυσικά ούτε και τα βιβλία της, που όλα μαζί αποτελούν την τριλογία της "Μαφίας των Μαμάδων" και επειδή ήθελα να διαβάσω κάτι ευχάριστο, σύγχρονο και κοινωνικό (γιατί ως προς το είδος, μάλλον κοινωνικό θα το χαρακτήριζα, και ας έχουν και τις ....αισθηματικές τους προεκτάσεις, οι ιστορίες της Κωνστάντσε, της Ανε, της Τρούντι και της Μίμι)....δεν το μετάνιωσα, καθόλου θα έλεγα....Αντίθετα η ανάγνωση κάθε βιβλίου από τα τρία, κράτησε μία ημέρα, αφού διαβάσθηκαν εύκολα, δεν με κούρασαν, γέλασα, νευρίασα, και αναρωτήθηκα για ποιο λόγο, ουδείς (εκ των φίλων, γνωστών, συναναγνωστών) γνωρίζει τη συγκεκριμένη τριλογία...κακή διαφήμιση ;;; προκατάληψη επειδή η συγγραφέας είναι Γερμανίδα ;;; συνηθισμένο κεντρικό θέμα αφήγησης (αν και στη Γερμανία εκδόθηκαν σχεδόν έξι έτη πριν από την ελληνική τους έκδοση και νομίζω ότι ελάχιστες Ελληνίδες συγγραφείς έχουν δώσει παρόμοια δείγματα γραφής που να πλησιάζουν το συγκεκριμένο) ;;; "γυναικεία" λογοτεχνία ;;;...όπως και να έχει όμως, όποιες και αν είναι οι αιτίες, τα συγκεκριμένα τρία βιβλία, είναι πολύ καλά. 
Στρωτή γραφή, έξυπνοι διάλογοι, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ρεαλισμός, αμεσότητα, έντονος αυτοσαρκασμός από τη βασική ηρωίδα, όχι περισπούδαστα και βαρύγδουπα μηνύματα (το διαζύγιο στις μέρες μας μάλλον τείνει προς το σύνηθες, παρά προς το μη συμβατό με την κοινωνική πραγματικότητα) και μάλιστα για θέματα που έχουν να κάνουν με την ανατροφή των παιδιών, οι δυσκολίες και η προσπάθεια προσαρμογής σε ένα νέο περιβάλλον και αποδοχής μίας ολωσδιόλου διαφορετικής καθημερινότητας, η σημασία του να μην ξεχνάμε τη γυναικεία μας φύση και ταυτότητα, σε περιόδους κρίσης αξιών και αρχών και αναδιατάξεων της προσωπικής ζωής....όλα αυτά (και πολλά άλλα) δοσμένα με χιούμορ, είναι αρκούντως ελκυστικά για τον αναγνώστη που θα τα επιλέξει, είτε κατά τύχη (όπως η υποφαινόμενη) είτε συνειδητά....και κάτι τελευταίο : με πολύ εύστοχο, υποδόριο τρόπο, μέσω "επιστολών" που ανταλλάσσουν μεταξύ τους, άλλες μητέρες, οι οποίες ανήκουν στην κοινωνικά άρχουσα και ευημερούσα οικονομικά, γερμανική τάξη, η συγγραφέας προβάλλει εικόνες και αναδεικνύει περιστατικά και γεγονότα, τα οποία ναι μεν, μοιάζουν να "εκφεύγουν" της κεντρικής συγγραφικής ιστορίας, ωστόσο αποδεικνύονται σημαντικοί παράγοντες για την εξέλιξη της πλοκής και απασχολούν σήμερα ολοένα και περισσότερους : την μετανάστευση, τις κοινωνικές διακρίσεις, την ενδοσχολική βία, την επιφυλακτική έως και υποτιμητική αποδοχή των αλλοδαπών στην γερμανική κοινωνία, την ξενοφοβία και πολλά άλλα.....
Ισως θα έπρεπε, ο εκδοτικός οίκος εν Ελλάδι, να προωθούσε λίγο περισσότερο τη συγκεκριμένη τριλογία, η οποία, κατά τη γνώμη μου έχει όχι απλώς "αδικηθεί" (οκ, έχουμε μεγάλη βιβλιοπαραγωγή, δυσανάλογη με το αναγνωστικό κοινό, είναι βέβαιο), αλλά αγνοηθεί, ενώ κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα βιβλία της Κ. Γκίερ, είναι και πολύ αξιόλογα και ενδιαφέροντα.


 
      

ΑΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ "Κόκκινη Βροχή", εκδ. Μ. Σιδέρη 2016

Ενα αληθινό ψυχογράφημα, δοσμένο με ευαισθησία, οξυδέρκεια και διείσδυση στην πολύπλοκη ανθρώπινη φύση, αλλά και με έντονα στοιχεία ρεαλισμού και αμεσότητας, τα οποία, με συγγραφική δεινότητα συνδυάζονται από τη δημιουργό, από την αρχή ως το τέλος της αφήγησής της, η οποία είναι πολυεπίπεδη, με εναλλαγές από το παρελθόν στο παρόν, έμπλεη προβληματισμών και σκέψεων, όπως τούτα σαφώς προκαλούνται από την ενδιαφέρουσα σύλληψη και πλοκή. Αναφερόμενη στη συγκεκριμένη μυθιστορία, αντιλαμβάνομαι ότι ίσως να παραπέμπω σε  σκέψεις στις οποίες σίγουρα όλες και όλοι έχουμε αναλωθεί και σε καταστάσεις, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την προσωπική μας πορεία, η οποία, ποτέ δεν είναι σταθερή, βέβαιη και ουδείς γνωρίζει τα μέλλοντα, ωστόσο, πάντα υπάρχει εκείνο το κρίσιμο σημείο της "αμφιταλάντευσης" μεταξύ καλού και κακού, όπως αυτά προσδιορίζονται από την ατομική ηθική και τους παράγοντες που πάντοτε συντελούν στη διαμόρφωσή της.
Τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι, είναι οι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας, των οποίων οι ζωές αλληλοτέμνονται και διασταυρώνονται, επηρεαζόμενες από πράξεις και ενέργειες του περιβάλλοντός τους, συγγενικού, κοινωνικού, επαγγελματικού και ερωτικού.
Πέραν της σύγκρουσης που οι δύο φίλες, Λουίζα και Εύη, βιώνουν σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους, μεταξύ της ηθικής τους, της ακεραιότητας, των προσωπικών τους αξιών και ιδανικών και της ανάγκης άμεσης αντιμετώπισης της πραγματικότητας, η οποία και στις δύο περιπτώσεις είναι σκληρή, ανάλογα με τα βιώματά τους και την εξέλιξή τους, των διλημμάτων, τα οποία δεν προκαλούνται τεχνηέντως από τις ίδιες, αλλά ανακύπτουν αθέλητα και καθοριστικά, η ψυχοσυναισθηματική τους "εμπλοκή", τα ερωτήματα τους, οι αγωνίες τους, και η αναζήτηση της ορθής, αντίστοιχα δε η απόρριψη της εσφαλμένης επιλογής, μεταφέρονται με τη λογοτεχνική πένα άψογα, χωρίς καμία υπερβολή, αντίθετα θα έλεγα με λυρισμό και φιλοσοφική διάθεση, μέτρο και αληθοφάνεια, αποδίδοντας όλη την ένταση, που διακατέχει τις ηρωίδες, σε όλη τη διάρκεια αυτής της αναζήτησης έως και την τελική απόφαση.
Συνοδοιπόροι τους, στη διαδρομή τους, δύο άνθρωποι, ο Νίκος και ο Σπύρος, τελείως διαφορετικοί σαν χαρακτήρες, οι οποίοι όμως στην πορεία, αποδεικνύονται διατεθειμένοι να παραμείνουν πιστοί στις δικές τους πεποιθήσεις και αξίες, με ειλικρίνεια, αφοσίωση αλλά και αποφασιστικότητα, χωρίς εγωισμούς και μικρότητες, επιφέροντας κατά κάποιο τρόπο, και κατά τη δική μου προσωπική εκτίμηση, και ως αντίστιξη, την πολυπόθητη ισορροπία και αρμονία στις προσωπικές τους σχέσεις και δίνοντας αληθινό νόημα στην έννοια της συντροφικότητας και του αλληλοσεβασμού (ειδικά το τελευταίο δεν είναι και τόσο αυτονόητο στις μέρες μας). 
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί ίσως κάποιος, αν τελικά, η ζωή έχει πάντα αίσιο τέλος, όπως στη λογοτεχνία, και αν η έκβαση της ατομικής μας πορείας, θα μπορούσε να είχε διαμορφωθεί, αν δεν μεσολαβούσαν εμπόδια, απρόβλεπτοι παράγοντες, εγωισμοί, πάθη και εμμονές. Επειδή πιο πριν, ανέφερα το στοιχείο του ρεαλισμού που διέκρινα στην αφήγηση, πράγματι, όπως και στην αληθινή ζωή, εκτός από τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου, η συγγραφική έμπνευση, δημιούργησε και πρόσωπα τα οποία ναι μεν, δεν καθίστανται συμπαθή στον αναγνώστη, αλλά η δική τους συμβολή στην εξέλιξη, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας.
Οι συγγραφικοί χαρακτήρες του Μάρκου και της Ασημίνας, στην "Κόκκινη Βροχή" αντιπροσωπεύουν δύο τέτοιες προσωπικότητες, οι οποίες παρήγαν αρνητικότητα με τον τρόπο ζωής τους, τις πράξεις και τις ενέργειες, αφού "εκτέλεσαν" ή υλοποίησαν τις αποφάσεις τους, ερήμην ή εν αγνοία ή παρά τη θέληση όσων όφειλαν να σέβονται, υποκύπτοντας είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα στα ένστικτά τους και ακολουθώντας "πιστά" τις δικές τους επιδιώξεις και "όνειρα", με εγωισμό, αλαζονεία και έπαρση. Οι πορείες της ζωής τους, διαφορετικές αλλά με μία κοινή κατάληξη, την μοναξιά και την απόρριψη, αναπόφευκτα ίσως τιμήματα για τις επιλογές τους. 
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η συμπεριφορά των δύο αυτών προσώπων, δεν είναι αξιέπαινη, αλλά αντιθέτως αξιοκατάκριτη και σε κάθε περίπτωση επιφέρουσα, οδυνηρές συνέπειες για ανθρώπους που είτε έτυχε είτε συνέβη να υπάρχουν στη ζωή τους, στο τέλος γίνονται αποδέκτες του μοναδικού τρόπου λύτρωσής τους, της συγνώμης όσων έβλαψαν. Στην διάρκεια όμως της αφήγησης, η ωριμότητα και το ψυχικό σθένος που απαιτούνται για τη συγχώρεση και τη λήθη, διαδραματίζονται σταδιακά, μέσα από την εξέλιξη της ζωής των βασικών συγγραφικών χαρακτήρων του έργου, οι οποίοι, ακριβώς για αυτό το λόγο, δεν παρίστανται εξωραισμένοι και εξιδανικευμένοι και ως εκ τούτου, ανοίκειοι στον αναγνώστη, αλλά ως άνθρωποι της εποχής μας, επηρεασμένοι από το περιβάλλον και το κοινωνικό γίγνεσθαι, με έντονα συναισθήματα, στιγμές αδυναμίας, αναμέτρησης με τις ενοχές, τις ευθύνες, πολλές φορές "μετέωροι" μεταξύ του καθήκοντος και της ανάγκης να πραγματοποιήσουμε μύχιες και όχι και τόσο σώφρονες σκέψεις, αλλά και γεμάτοι από στιγμές άδολης χαράς, αληθινής φιλίας και γνήσιας αγάπης...
Οι αρετές της "Κόκκινης Βροχής" είναι πολλές, και σίγουρα τα σχόλιά μου, είναι ελάχιστα, για ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο που έχει σκοπό να εντρυφήσει μέσω της λογοτεχνικής οδού στην ανθρώπινη ψυχή και σε όσα αυτή αντέχει, υπομένει και δέχεται, στη σύντομη πορεία μας μέσα στην "παλλόμενη" ζωή (ο χαρακτηρισμός, ορμώμενος από φράση της ίδιας της συγγραφέως), αφού όπως αναφέρει η ίδια η δημιουργός της, στην εισαγωγή ....."την ζωή την κρατά καθένας από μας. Το θέμα είναι ποια θέση θα πάρεις στο έργο που λέγεται Ζωή ! Πως θα χειριστείς το ρόλο μέσα από το έργο. Αν θα αφήσεις ανοίγματα. Για να περάσουν πράγματα ανεπιθύμητα. Να επηρεάσουν το ρόλο σου...".  

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, με έναυσμα την "Κόκκινη Βροχή" αν θα αφήσουμε τη ζωή να μας προσπεράσει ή θα γίνουμε εμείς πρωταγωνιστές της, όπως μας πρέπει για το θείο δώρο που μας δόθηκε....

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΑΛΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016 - 2017

Σεπτέμβριος, ο μήνας που μυρίζει "σχολείο" ....

1.- Ποίημα: Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι (Ρ.Καρθαίου)

Ο Σεπτέμβριος πάντα δες, έχει όλα τα παιδάκια, φίλους και συμμαθητές Ο Σεπτέμβριος είναι αγόρι Κι έχει ολόχρυσο καπέλο Και χρυσό το πανωφόρι . Τα παπούτσια του είναι φύλλα, που έχουν πέσει από τα πλατάνια, Και τα μάγουλα του μήλα. Σάκα κρατάει από νερό Κι έχει μέσα τα βιβλία Από σύννεφο και αφρό Με του ανέμου τα ποδάρια Τρέχει δίχως να τον βλέπεις. Στον βημάτων του τα’ αχνάρια Διαμαντάκια θε’ να βρεις, Σταγονίτσες, σταγονίτσες μιας ολόχρυσης βροχής . Ο Σεπτέμβριος είναι αγόρι Κατεβαίνει από τα δάση, Κατεβαίνει από τα όρη. Κι έρχεται για να χτυπήσει μια πελώρια καμπάνα, Το σχολείο να αρχινήσει. 



2.- Ελλη Αλεξίου "Τρίτο Χριστιανικό Παρθεναγωγείο"
«...Σε κείνο το ξεπεσμένο σχολείο βρέθηκαν σαν να 'ναι συγκεντρωμένες όλες οι έδρες της γνώσεως που λένε στα Πανεπιστήμια ... (και) ...σήμερα ξέρω ποια γνώση μου μετέδωσε, που με ελευθέρωσε και μ' έσωσε για όλη μου τη ζωή. Γνώση που μ' απάλλαξε από ένα σωρό μιζέριες και κακομοιριές καθημερινές. Μικροπράγματα που με βασάνιζαν. Μα η ζωή δεν είναι γεγονότα μεγάλα. Αυτά που μας φαίνουνται παραμικρά της καθημερινής ζωή, αυτά αποτελούν την ίδια την ζωή. Κείνο το σχολείο με τη δυστυχία του με καθάρισε και με απολύμανε από τις μιζέριες μου...»
«...Ήξερα απ' όξω και ανακατωτά τις βιογραφίες των μεγάλων παιδαγωγών της ανθρωπότητος «από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», ήξερα όλη την ψυχολογία θέμα προς θέμα με τις «σχετικές εφαρμογές εις την αγωγήν», «καλαισθητικόν συναίσθημα, νόμοι συμμετρίας και εφαρμογαί αυτών εις την αγωγήν», «Βούλησις, έξις, πάθος κ.λ.π. και εφαρμογαί αυτών εις την αγωγήν», όλα πράματα άχρηστα για σήμερο.
Τότε που τα διάβαζα, καλά ήσαν, πήρα έναν καλό βαθμό εξαιτίας τους˙ μα τώρα δασκάλα δεν ήξερα πώς να τα εκμεταλευτώ και να τα εφαρμόσω στο σχολείον μου...»


3.- Όταν ήμουν δάσκαλος" - Ιωάννης Κονδυλάκης (απόσπασμα)
Εις την μελέτην της γραμματικής προσετέθη η μελέτη της αριθμητικής. Το πείσμα και η ανάγκη μού έδωκαν και την απαιτουμένην νέαν καρτερίαν, αλλά δεν ηδύναντο να δώσουν και εις την μνήμην μου την πειθαρχίαν των αριθμών εις ην δεν είχε συνηθίσει. Και πολλάκις πράγματα τα οποία είχα εννοήσει και απομνημονεύσει την προτεραίαν με διέφευγαν την επιούσαν. Το δέος το οποίον διετήρουν από τους μαθητικούς χρόνους δια τα μαθηματικά, επέφερε σάστισμα και ταραχήν εις την διάνοιάν μου, καθ’ ην στιγμήν επεχείρουν να παραδώσω.
Είχα παρατηρήσει όμως δύο των μαθητών μου, ιδίως δε εις εκ των μεγαλυτέρων, ονόματι Μανούσος, είχαν εξαιρετικήν νοημοσύνην και επιμέλειαν και ήσαν δυνατοί εις όλα τα μαθήματα. Και είχα ήδη αρχίσει να επωφελούμαι τας γνώσεις και την αντίληψίν των εις την τεχνολογίαν. Ερωτών αυτούς, δια να ίδω τάχα εάν γνωρίζουν τον γραμματικόν κανόνα, υπεβοήθουν την μνήμην μου δια των απαντήσεών των και ούτω διδάσκων εδιδασκόμην. Εσκέφθην δε να εφαρμόσω και εις τας δυσκόλους περιστάσεις της αριθμητικής την μέθοδον ταύτην.
Οσάκις τα προβλήματα μου εφαίνοντο δύσκολα, έλεγα με την μεγαλυτέραν αφέλειαν:
-Μελετήσατε αυτά τα προβλήματα. Περιττόν να σας τα παραδώσω. Είναι ευκολώτατα, παιγνιδάκια.
Την ημέραν δε καθ’ ην είχαμε αριθμητικήν, εκάλουν τον αμελέστερον να λύση τα «παιγνιδάκια», βέβαιος ων εκ των προτέρων ότι θ’ απετύγχανεν. Εκάλουν έπειτα άλλον και άλλον και ούτω παρέτασσα τους ασθενεστέρους προ του μαυροπίνακος. Τελευταίον εκάλουν τον ένα εκ των επιλέκτων:
- Έλα συ, Κώστα, να τους δείξης ότι δεν μπορούν να νοιώσουν τα ευκολώτερα των πραγμάτων. Προσέχετε καλά, ανόητοι!
Ο Κώστας ήρχιζε την λύσιν, εγώ δε παρηκολούθουν δια του ενός οφθαλμού τα τελούμενα επί του μαυροπίνακος, δια δε του άλλου όχι πλέον τας σημειώσεις μου, αλλά την φυσιογνωμίαν του Μανούσου. Ο τυφλοσούρτης μου ήτο ζωντανός τώρα. Εάν έβλεπα επιδοκιμαστικά νεύματα ανεφώνουν:
-Βλέπετε τώρα, τι εύκολα πράγματα σας εντρόπιασαν; Εύγε, Κώστα! Κάμε το άλλη μια φορά να το νοιώσουν.
Και ούτω ο Κώστας εδίδασκε τους συμμαθητάς … και τον διδάσκαλόν του.
Εάν όμως διέκρινα εις την φυσιογνωμίαν του Μανούσου σημεία αποδοκιμασίας, μορφασμόν ή μειδίαμα, ήρχιζα να κινώ την κεφαλήν:
-Δεν τα κατάφερες, Κώστα, και θα καλέσω το Μανούσο να σου βάλη τα γυαλιά… Για σκέψου λίγο… Ας είναι, δεν τα καταφέρνεις… έλα, Μανούσο!
Ο Κώστας απεσύρετο κατακόκκινος και παρεχώρει την θέσιν του και την κιμωλίαν εις τον αντίζηλον. Διότι ούτω κατώρθωνα συγχρόνως ν’ αναπτύσσω μεταξύ των δύο επιλέκτων άμιλλαν, ήτις υπεδαύλιζε και διετήρει τον ζήλον και την επιμέλειάν των. Ο Μανούσος πάντοτε με καταπληκτικήν ευκολίαν εύρισκε την ορθήν λύσιν. Αλλά τι θα εγίνετο, Θεέ μου, αν ήτο και αυτός ως οι άλλοι; Μίαν φοράν παρ’ ολίγον να ευρεθώμεν εις το αδιέξοδον τούτο. Επρόκειτο περί της υφαιρέσεως εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν ενθυμούμαι καλά. Ο Κώστας περιήλθεν εις αμηχανίαν, το δε πρόσωπον του Μανούσου δεν εξέφραζε τίποτε. Τώρα μάλιστα με παρετήρει και αυτός προσπαθών να μαντεύση την λύσιν από τας κινήσεις της φυσιογνωμίας μου. Αλλ’ εγώ είχα φυσιογνωμίαν σφιγγός ανεξερεύνητον, ενώ εντός μου εσφάδαζε αγωνία φοβερά. Αλλά τι να γίνη; Ο Κώστας είχε κοκκινίσει μέχρι των ώτων και κύψας την κεφαλήν, παρητήθη από την αδύνατον επιχείρησιν. Ηναγκάσθην δε να καλέσω τον Μανούσον και συγχρόνως εσκεπτόμην πυρετωδώς τι να είπω και τι να κάμω εν περιπτώσει καθ’ ην θα εψεύδετο και η τελευταία μου ελπίς. Και πράγματι μετ’ ολίγον ήρχιζε να κοκκινίζη και ο Μανούσος και εψιθύρισε:
- Παράξενο πράμα! Εχθές το ’καμα χωρίς καμμία δυσκολία.
Ο διδάσκαλος είχε καθήκον πλέον να παρέμβη με τα φώτα του· αλλ’ ο διδάσκαλος δεν ενόει ν’ αναμειχθή εις πράγματα τόσον εύκολα, από τα οποία δεν ενόει τίποτε. Και ανεκουφίσθη με μίαν σκέψιν: «Το κάτω κάτω καταργούμεν την υφαίρεσιν. Σήμερον δεν την χρησιμοποιούν πια. Η νέα μέθοδος…» Με αυτήν την «νέαν μέθοδον» εδικαιολόγουν πολλά πράγματα.
Αλλ’ καθ’ ην στιγμήν ήνοιγα το στόμα δια να καταργήσω την υφαίρεσιν, ήνοιξε το ιδικό του και ο Μανούσος – καλή του ώρα! – και επρόφερεν έν επιφώνημα, πλήρες χρηστών ελπίδων:
- Α! Το βρήκα.
- Έλα, Αρχιμήδη! του είπα. Εγώ προς τιμωρίαν δεν σ’ εβοήθησα… Έπειτα πρέπει να μάθετε να σκέπτεσθε μόνοι σας… Η νέα μέθοδος αυτό επιβάλλει.
Και όταν οι αριθμοί έφθασαν εις αίσιον πέρας:
- Ωραία! ανεφώνησα. Βλέπεις ότι δεν εχρειάζετο και μεγάλη φιλοσοφία… Αμέ όταν θα διδαχθήτε Άλγεβραν εις το γυμνάσιον, πώς θα κάνετε; Εκεί να ιδήτε αλαμπουρνέζικα! Εγώ, που ήμουν ο πρώτος της τάξεώς μου εις τα μαθηματικά (ω, αν με ήκουεν ένας καθηγητής των μαθηματικών με παραγναθίδας!)... Έλα κάνε το άλλη μια φορά να δούνε και οι άλλοι.
Φαίνεται όμως ότι η ηθοποιία μου δεν κατώρθωνε να κρύπτη τελείως την αδυναμίαν μου εις την οξυδέρκειαν του Μανούσου. Εις τούτο άλλως συνετέλουν και αι σπερμολογίαι του καλού μου συναδέλφου, αίτινες, αν δεν επιστεύθησαν, αφήκαν όμως υπονοίας. Και μου εφάνη ότι ο Μανούσος δεν μου εδείκνυεν από τινός όλον τον σεβασμόν, ότι ήρχισε να γίνεται αλαζών, μαντεύσας ίσως ότι είχεν την ανάγκην του ο διδάσκαλος. Ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός· και έπρεπε να παταχθή ταχέως το κακόν πριν ή γενικευθή και μετατραπή εις ανταρσίαν. Έπρεπε να του πάρω τον αέρα, δια να μη μου τον πάρη αυτός. Και μίαν ημέραν, ενώ διήρχετο πλησίον μου και μου εφάνη ότι δεν μ’ εχαιρέτησεν ή ότι μ’ εχαιρέτησεν αμελώς, τον εσταμάτησα και με οργήν του είπα:
- Γιατί δεν χαιρετάς, ε; Γιατί δεν χαιρετάς;
- Εχαιρέτησα, δάσκαλε, απήντησεν ωχριάσας.
- Τόσον καλά εχαιρέτησες ώστε δεν σε είδα. Αλλ’ εγώ δεν ανέχομαι αυθαδείας. Τας κόβω μία και καλή.
Και συγχρόνως με την τελευταίαν λέξιν επλατάγισαν δύο ραπίσματα εις τα μάγουλά του.
- Τι νόμισες; Είσαι ο πρώτος στα μαθήματα, αλλ’ οφείλεις να είσαι και ο πρώτος εις την συμπεριφοράν… Πήγαινε και άλλη φορά να είσαι προσεκτικώτερος!
Και απομακρυνόμενος είπα μονολογών:
- Και να μου μαθαίνης καλά το μάθημα.



4.- "Ενα παιδί μετράει τα άστρα" - Μενέλαος Λουντέμης
«Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ’ αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Ότι περιφρονείτε την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους που τα πληρώνουν ακριβά. Μα -σας ρωτώ- ξέρετε κανέναν, που να τα ’χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα ‘βιβλία’ μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε!». [Απόσπασμα από το βιβλίο]



5.- Ζωρζ Σαρρή και Αλκη Ζέη ....
Και πάλι στο σχολείο...
Το μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή Ε. Π. (1995) αναφέρεται στη σχολική ζωή και ειδικότερα στη φιλία της με τη συμμαθήτριά της Άλκη (Ζέη), με την οποία από τότε είχαν αποφασίσει ότι θα είναι Ε[νωμένες] Π[άντα]. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, όλες οι συμμαθήτριες της Σχολής Θηλέων επιστρέφουν από τις καλοκαιρινές διακοπές, σχολιάζουν τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες που έζησαν και, μέσα σε κλίμα αισιοδοξίας και χαράς, ξεκινούν τη νέα σχολική χρονιά.
"Η τάξη γιορτάζει τη χαρά της πρώτης μέρας. Αγκαλιές, φιλιά, γέλια, φωνές και ψίθυροι, μικρά και μεγάλα μυστικά, φρεσκοσιδερωμένες ποδιές, καινούρια παπούτσια, καινούριες τσάντες, μαλλιά κοντά, μαλλιά μακριά, κοτσιδάκια, κοτσίδες, πιαστράκια, μπαρέτες, χτενάκια, κορδέλες. Μάτια λαμπερά γεμάτα θάλασσες και βουνά, γεμάτα παιχνίδια, γεμάτα τρέλες. Η τάξη ξεχείλισε από τις καλοκαιριάτικες αναμνήσεις. Η κάθε μαθήτρια έχει να λέει για το δικό της καλοκαίρι.
Η Λένα πήγε στην Κηφισιά, έμενε σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο, το «Σεμίραμις»... Έτρωγε μεσημέρι βράδυ στο εστιατόριο...
Η Ίντα πήγε στο νησί των Ιπποτών, στη Ρόδο...
Η Αθηνούλα πήγε στο σπίτι της γιαγιάς, στο Παλιοσέλι της Κόνιτσας.
- Η γιαγιά μού έκανε όλα τα χατίρια.
(Ο πατέρας της και η μητριά της πήγαν πάλι στην Ευρώπη...)
Η Άλκη στο αιώνιο Μαρούσι με τις βόλτες του.
- ... και το βράδυ πηγαίναμε με τη Λενιώ στον κινηματογράφο...
Η Αννούλα στο Φάληρο με καπέλο ως να γείρει ο ήλιος κι ύστερα μάλλινο ζακετάκι, να μην κρυολογήσει το παιδί...
- Αχ!
Η Ζωρζ ξυπόλυτη στο Καβούρι.
- Φεύγαμε με τη Ρενέ πρωί, πολύ πρωί, να προλάβουμε τη θάλασσα λάδι, και γυρίζαμε για φαγητό περασμένες δύο. Τα βράδια...
- Πού πήγες διακοπές; ρώτησα τη Λίλη.
Κι αυτή, δίχως να χρωματίσει τη λέξη, απάντησε:
- Στο Παρίσι.
- Και πώς είναι ο Παρίσι;
- Πώς θες να 'ναι; Παρίσι.
Η Κική πήγε στη Μάνη.
- Ε, και να βλέπατε τον πύργο των παππούδων μου! Στους τοίχους κρέμονται οι πρόγονοί μας, και στο σκαλιστό μακρόστενο τραπέζι κάθονται είκοσι τέσσερα άτομα, και πάνω από το τραπέζι έχει έναν πολυέλαιο μπρούντζινο με είκοσι τέσσερις λαμπτήρες...
Η φαντασμένη. Άντε να ξεχωρίσεις, όταν μιλάει, το ψέμα από την αλήθεια...
Η Αθηνά πήγε στην Κερασιά, στο σπίτι της γιαγιάς. Διάβαζε, έγραφε στις φίλες της, έγραφε στίχους.
Η Όλγα πήγε -πού αλλού;- στο Χιλιομόδι. Η Πόπη στο Λουτράκι, η Τίλδα στη Γλυφάδα, έχουν δικό τους σπίτι εκεί...
Η Ποζέλι δε θα 'ρθει φέτος στο σχολείο. Πέρσι κουράστηκε πολύ, να ξυπνάει νωρίς για να προλαβαίνει τα μαθήματα. Πώς να ταιριάζει το νυχτερινό τραγούδι με τη Σχολή Θηλέων; Άλλωστε, τώρα το όνομά της μπήκε με μεγάλα γράμματα έξω από τη Μάντρα του Αττίκ.* Γύρω του, τη νύχτα, αναβοσβήνουν πολύχρωμα λαμπιόνια. Αντίο, Ποζελάκι...
- Πώς σε λένε; ρώτησαν την καινούρια οικότροφο.
- Μαριάννα Κωβαίου.
- Σε ποιο σχολείο πήγαινες;
- Στη Θεσσαλονίκη... Τώρα οι γονείς μου μ' έστειλαν εδώ.
Αδύνατη, μικροκαμωμένη, με το κεφάλι γεμάτο μπούκλες και μπουκλάκια. Ομορφούλα.
Παρ' ολίγο να μην έρθει ούτε η Μίνα.
- Ήθελε ο μπαμπάς μου να με στείλει στο Τορόντο, σ' έναν αδερφό του που δεν έχει παιδί, πολύ πλούσιο... Εγώ δεν ήθελα, φοβόμουν να φύγω, και η μαμά έμπηξε τις φωνές: «Δε δίνω σε κανέναν τα παιδιά μου, τα θέλω όλα κοντά μου...».
Η Μίνα έχει έντεκα αδέρφια.
Και η Άλμπα, η λιγομίλητη, τους είπε πως πήγε στην Αίγινα και πως τα είχε περάσει πολύ ωραία.
(Δεν τους είπε πως ο Αιμίλιος, ο αδερφός της Μαρίνας, την τελευταία μέρα του καλοκαιριού τής γλίστρησε κι ένα ραβασάκι μέσα στην τσέπη. «Σ' αγαπώ», της έγραφε, κι εκείνη δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Τώρα τον σκέφτεται...)
- Η Αίγινα είναι το πιο όμορφο νησί του κόσμου.
Δεν πρόλαβε να πει άλλα. Η Ζωρζ την έκοψε:
- Μα κι εγώ έχω πάει στην Αίγινα, στη Βαγία. Έκανα γαϊδουροκαβαλαρία, κι ο ναός της Αφαίας* ήταν πάνω από το κεφάλι μας. Ο Παναγιώτης, ο φίλος μου...
- Τα ξέρουμε... τα ξέρουμε, μας τα 'χεις ξαναπεί! φώναξαν οι φίλες της.
Κι ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο πανηγύρι.
Όταν μπήκε στην τάξη η κυρία Ερασμία, με το ράσο της και τις μαύρες παντόφλες, όλες οι μαθήτριες ήταν αναψοκοκκινισμένες.
- Αγαπηταί μαθήτριαι, σας εύχομαι καλήν πρόοδον... Η δεσποινίς Κλάρα θα σας ανακοινώσει το πρόγραμμα.
Μόλις απομακρύνθηκε η κυρία Διευθύντρια, έγινε χαλασμός από τα πολλά χειροκροτήματα. Η αγαπημένη καθηγήτρια ανέβηκε στην έδρα -ήταν όμορφη, πιο όμορφη από πέρσι. Καινούριο ταγεράκι, μπλε με άσπρες κουκκίδες, και μπλε γρα-βάτα. Μούρλια! Ευχαρίστησε για την υποδοχή και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Τους είπε:
- Καλές μου φίλες, με πολλή χαρά σάς ξαναβρίσκω. Πιστεύω πως φέτος θα πούμε πολλά, πιο πολλά από πέρσι... Δε χρειάζεται να φωνάξω κατάλογο. Μόνο μια καινούρια μάς ήρθε. Καλώς όρισες, Μαριάννα... Φέτος, συνέχισε η δεσποινίς Κλάρα, θα δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στη γλώσσα. Θα διαβάσουμε κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, και, φυσικά, ποίηση. Θα είμαι πολύ απαιτητική στην έκθεση. Θα συζητάμε κάθε συντακτικό λάθος, ως και τη στίξη. Η φαντασία του κειμένου θα είναι προσωπική σας επιλογή. Θα είσθε ελεύθερες να γράφετε σωστά, το τονίζω, σωστά, ό,τι προτιμάτε... Και, για να κάνουμε καλή αρχή, σας παρακαλώ για την ερχόμενη Πέμπτη να γράψετε μια έκθεση με θέμα: Το καλοκαίρι μου.
Οι μαθήτριες ενθουσιάστηκαν. Ήταν η έκθεση που ταίριαζε στο κοντινό τους χτες. Η κάθε μαθήτρια θα είχε τα δικά της να πει. Δεκαεννιά ξεχωριστά καλοκαίρια. Η δεσποινίς Κλάρα είχε διαλέξει Το θέμα!
Πριν ακόμη χτυπήσει το κουδούνι, δίχως μολύβι και χαρτί, έτσι στον αέρα, η καθεμιά είχε ξεκινήσει την έκθεσή της. «Πρέπει η δική μου να είναι η καλύτερη...», σκεφτόταν η Ζωρζ. Ήθελε να ξεπλύνει την περσινή ντροπή της αντιγραφής. Αν τα κατάφερνε να πάρει άριστα ή έστω ένα λίαν καλώς, τότε θα ομολογούσε στη δεσποινίδα Κλάρα την απάτη και θα της ζητούσε συγγνώμη. Δε θα δυσκολευόταν να γράψει την έκθεση, είχε τόσα και τόσα ζήσει στο Καβούρι της! Θα τα έγραφε όλα, για την καφασωτή παράγκα, τη θάλασσα στα πόδια τους, τις βουτιές από τον ψηλό βράχο και τα τραγούδια της παρέας στην ακρογιαλιά με την πανσέληνο που ανατέλλει. Αχ, πώς να περιγράψει αυτή την ασημένια γραμμή που σκίζει στα δυο την ασάλευτη θάλασσα!
Να σταματήσει το χρόνο πάνω σε μια κόλλα χαρτί, να ζήσει για πάντα την ομορφιά του καλοκαιριού της! Όταν σαν θεά Αθηνά κατέβαινε το λοφάκι, με το σεντόνι άσπρη χλαμύδα και με το χρυσαφί κοντάρι, το ξύλο που είχε βάψει η χρυσοχέρα η Ρενέ! Κυρίαρχος του κόσμου!
- Έι, τη σκούντηξε η Άλκη, χάζεψες; Ας κατεβούμε στην αυλή.
Στην αυλή μεγάλες και μικρές μαθήτριες έκοβαν βόλτες, κουβέντιαζαν, κι ήταν τα λόγια τους άσπρα πουλιά που φτερούγιζαν γύρω τους.
Ζ. Σαρρή, Ε.Π., Πατάκης"


5.- Ποίημα: Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι (Ρ.Καρθαίου)

Ο Σεπτέμβριος πάντα δες, έχει όλα τα παιδάκια, φίλους και συμμαθητές Ο Σεπτέμβριος είναι αγόρι Κι έχει ολόχρυσο καπέλο Και χρυσό το πανωφόρι . Τα παπούτσια του είναι φύλλα, που έχουν πέσει από τα πλατάνια, Και τα μάγουλα του μήλα. Σάκα κρατάει από νερό Κι έχει μέσα τα βιβλία Από σύννεφο και αφρό Με του ανέμου τα ποδάρια Τρέχει δίχως να τον βλέπεις. Στον βημάτων του τα’ αχνάρια Διαμαντάκια θε’ να βρεις, Σταγονίτσες, σταγονίτσες μιας ολόχρυσης βροχής . Ο Σεπτέμβριος είναι αγόρι Κατεβαίνει από τα δάση, Κατεβαίνει από τα όρη. Κι έρχεται για να χτυπήσει μια πελώρια καμπάνα, Το σχολείο να αρχινήσει

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Στις 6 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται εξήντα ένα χρόνια από τα "Σεπτεμβριανά" της Κωνσταντινούπολης....Θα ανατρέξουμε σε ορισμένα βιβλία ελλήνων συγγραφέων, των οποίων το θέμα άπτεται με εκείνη την ιστορική περίοδο, και με τις τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της Πόλης ....

1.- Στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη "55» (εκδόσεις Αγρα) διαβάζουμε τις αναμνήσεις της Μαρίκας Σεφέρογλου, αδελφής της γιαγιάς του συγγραφέα, γέννημα θρέμμα της Πόλης και αυτόπτη μάρτυρα των βιαιοτήτων των Τούρκων που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1955. 

Ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα και περιλήψεις : 
(αμέσως μετά την παράθεση παρατίθεται το λινκ της αναδημοσίευσης)  : 

"....Κάτι μαγειρευόταν από καιρό, κάτι ζυμωνόταν σε βάρος μας, που ημέρα με την μέρα φούσκωνε μέσα στα σπλάχνα του τουρκικού λαού. Ο Τύπος με τα πύρινα άρθρα του, το ραδιόφωνο με τις ανθελληνικές εκπομπές του, οι πολιτικοί με τις απειλητικές ρητορείες τους, οι μουεζίνηδες στα κηρύγματα και οι χοτζάδες στους μεντρεσέδες, ο καθένας απ’ το μετερίζι του έκανε την ανοιχτή προπαγάνδα του υπέρ μιας ελεύθερης τουρκικής Κύπρου, και την πιο συγκρατημένη υπέρ μιας Τουρκίας καθαρής και αμόλυντης, δίχως ξένους υπηκόους – αλίμονο, ξένοι εμείς! – και προπάντων χωρίς Ρωμιούς, υποδαυλίζοντας μιαν αδιάπτωτη φλόγα, που χρόνια, καθώς φαίνεται, σιγόκαιγε στο βάθος της ψυχής του πτωχού ιδίως Τούρκου, του νεήλυδος κατοίκου της Βασιλεύουσας, και ζωντάνευε το όνειρο να χαρούν την Κωνσταντινούπολη όπως την ήθελαν , να γίνει – «Ίνσαλλαχ» εύχονταν – επιτέλους δική τους η Σταμπούλ, όταν πλέον τα μέγαρα, τα εστιατόρια, τα καταστήματα και τα βακούφια που ανήκαν στους Ρωμιούς – που όμως αυτοί ήταν που έδιναν και τον τόνο της ακμής της Πόλης-θα περνούσαν στα χέρια τους.
Ένα μήνα πριν είχαν προειδοποιήσει το Πατριαρχείο, στην διένεξη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος για το Κυπριακό, να φροντίσει να εκφράσει φανερά τη στήριξή του υπέρ των τουρκικών απόψεων. Η παραμικρή ιδιωτική ή δημόσια φιλονικία ακόμη και για μηδαμινά, άσχετα και όχι πολιτικά ζητήματα, ανάμεσα σε Τούρκο και Ρωμιό μπορούσε σκοπίμως να προκαλέσει διαστρέβλωση και να οδηγήσει από πλευράς του πρώτου σε μηνυτήρια αναφορά περί δήθεν εξυβρίσεως του κράτους. Προκλήσεις δέχονταν καθημερινώς οι δικοί μας με το τίποτε, καθ’ οδόν, σε χώρες εργασίας, σε καφενεία, σε κέντρα διασκεδάσεως. Μέσα στον περίβολο του Πατριαρχείου, παρόλο που τον τελευταίο καιρό το φύλαγε ενισχυμένη φρουρά της αστυνομίας, έριχναν κάθε τόσο πέτρες, ενώ έσπασαν τα τζάμια Μεγάλης Σχολής, από την πίσω πλευρά, εκεί που βρίσκεται η εκκλησία του Μουχλιού. Εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, όπως η Χουριέτ, η Ντουνιά, η Ουλούς, η Γενί σαμπάχ, πρωτοστάτησαν σε ανθελληνικό οίστρο. Εκτόξευαν απροκάλυπτα ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον της ομογένειας και προετοίμαζαν το έδαφος για τα Γεγονότα. Στη φανατική Τερτζουμάν δημοσιεύτηκε άρθρο στο οποίο το Φανάρι χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό κατάλοιπο του Βυζαντίου», ενώ ο δημοσιογράφος ζητούσε την εκδίωξή του από την Τουρκιά με το αιτιολογικό ότι αποτελεί «προγεφύρωμα μελλοντικών κινδύνων». Η Βατάν έγραψε ότι όχι μόνον η Κύπρος αλλά και η Δυτική Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου ήταν τουρκικά. [σελ. 180-181].....
Το πλάνο δράσης ήταν πολύ έντεχνα μελετημένο στα σκοτεινά επιτελεία. Οι εμπνευστές των προγραφών ήταν καλά κρυμμένοι στα γραφεία τους. Οι πρωτοστατούντες αρχηγοί των ομάδων των Νεοτσετών ήταν έξυπνοι, ηγεμονικές φυσιογνωμίες, στολισμένοι στην πένα. Τα μπουλούκια της ποδηγετούμενης μάζας, οι συμμορίες των εξαθλιωμένων σατανάδων, αποτελούνταν επί το πλείστον από πρόσωπα ρακένδυτα και ελεεινά.
Κατευθύνονται με βία προς την κατηφόρα της λεωφόρου Ταρλαμπάσι. Περνούν τρέχοντας τη δεύτερη γέφυρα του Κερατίου, την Ατατούρκ κιοπρουσού. Φτάνουν στην αγορά του Ουν καπανί (αγορά αλεύρων), αντίκρυ από τη βυζαντινή μονή Παντοκράτορος, στην περιοχή Ζεϊρέκ μολά τζαμί είναι θαμμένοι Κομνηνοί και Παλαιολόγοι αυτοκράτορες, μπορεί να τραβούσαν και προς τα εκεί, να συλήσουν τους τάφους τους, να ξεσπάσουν.
Ανακατεύονται με μιαν άλλη οργισμένη τοπική ομάδα που τραγουδάει εθνικιστικούς ύμνους. Εδώ αρχηγός των διαδηλωτών είναι ένας αξιωματικός. Ξεχωρίζει γιατί επάνω στον πανικό άλλαξε τη στολή του με ρούχα ξέχασε να βγάλει το σακάκι του με τα διακριτικά. Κρατάει ένα μεγάλο χωνί στο δεξί χέρι. Φωνάζει με όλη του την ψυχή: «Ας χτυπήσουν για αντίποινα οι Έλληνες τους Τούρκους της Δυτικής Θράκης. Ας κάψουν ένα τζαμί στην Γκιουμπλουτζίνα (Κομοτηνή). Ας γκρεμίσουν έναν μιναρέ στο Ισκετζέ. Τότε να βάλω κι εγώ φωτιά στο Σκουτάρι, στον Γαλατά, να ρημάξω τις εκκλησίες τους. Οι οπαδοί του τον ακολουθούν. Το αίμα τους έχει ανάψει. Κραδαίνοντας ψηλά τα καδρόνια και τα κοντάρια τους αφήνουν πίσω τις ιαχές μισαλλοδοξίας: «Δεν θα μείνει χριστιανός απόψε σ’ αυτή την πόλη!»
Μα η διαταγή ήταν σαφής. Οι οργανωτές του καταχθόνιου σχεδίου ήθελαν όσο γίνεται λιγότερο αίμα. Για να είναι η πιθανή τιμωρία τους μικρότερη. Απαιτούν διασπορά τρόμου, συντριβή κειμηλίων, καταστροφή οικιών και περιουσιών.
Κάποιοι κόβουν απ’ το μπουλούκι, οργανώνονται στο άψε-σβήσε σαν σε τάγμα εφόδου, θαρρείς και περνούν βιαστικά από ένα φτωχικό δρομάκι. Οι μπουγάδες είναι απλωμένες σε σκοινιά από τη μια μεριά στην άλλη και στάζουν. Μια γριά χανούμισσα βγάζει τα χέρια της από το παράθυρο και φωνάζει επιτακτικά «μπεκλέιν»(περιμένετε). Κάποια νεότερη προσπαθεί να τη τραβήξει προς τα μέσα. Ο μπροστάρης του μπουλουκιού την ακούει. Η Τούρκισσα δείχνει με το δάχτυλο ένα διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο απέναντι απ’ το δικό της. Σταματούν. Χτυπούν με τα σφυριά την εξώπορτα. Την γκρεμίζουν. Ανεβαίνουν να το μαγαρίσουν. Είναι ένα σπίτι αρμένικο. Ένας μεσόκοπος και μια κοπέλα πηδούν βιαστικά, απεγνωσμένα, απ’ το μικρό μπαλκόνι στο λασπωμένο σοκάκι. Ο άντρας τσακίζει το πόδι του το δεξί. Η κοπέλα τα γόνατά της. Δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Πρέπει να είναι πατέρας με κόρη. Έσπασαν οι χριστιανοί τα ποδάρια τους για αν σωθούν και τώρα ποιος ξεύρει, μακάρι να γιάνουν, να μη μείνουν για πάντα ανάπηροι!
Ρημάζουν τώρα τα μαγαζάκια, τα μπακαλικάκια, τα ζαχαροπλαστεία, τα χασάπικα.
– Παλιάνθρωποι, φύγετε από ‘δω! Τι νιώθετε σεις από Πόλη; Η γενιά η δικά μου κατοικεί σ’αυτό τον τόπο από τριακόσια χρόνια πίσω! Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να μας πειράξετε! Τους μαλώνει ένας παππούς που έχει το στραγαλοποιείο κοντά στο αγίασμα της Παναγιάς. Τον πιάνουν από τα πόδια και τον σαβουρντίζουν στις πλάκες του καλντεριμιού. Τον κλοτσούν και τον ποδοπατούν, τον παρατούν εκεί μισοπεθαμένο. Φεύγουν προς τα πάνω. Ανάβουν σουπιά ποτισμένα στην βενζίνη.
Έκαψαν, ρήμαξαν, ξεσπάθωσαν, χόρτασαν και τον δαίμονα της αρπαξιάς και της λαθροχειρίας κι ύστερα το ρίξανε στο τραγούδι. Σκορπίσανε παρέες παρέες και άρχισε το γλέντι. Έτριβαν τα χέρια τους και ξεκαρδισμένοι στα γέλια έλεγαν ο ένας στον άλλο: Ις μπιττί, ις μπιττί. Ύστερα θα πήγανε στα καπηλειά να τα πιούνε. Θα πήγανε στις χανούμισσές τους να το διασκεδάσουν και στο κρεβάτι. Την ώρα που εμείς, τα κουρέλια της Ρωμιοσύνης, νιώθαμε απόβλητοι συνετριμμένοι, προδομένοι, βιασμένοι, μέσα στην ίδια μας την πατρίδα.
Σε ποια σκοτεινή κρυψώνα, σε ποιο αραχνιασμένο σπήλαιο να γεννήθηκαν τέτοια φίδια φαρμακερά! Δεν είναι κρυψώνα, ούτε σπηλιά. Ξεύρω! Η φιδομάνα που τα έφερε στον κόσμο και τα ανάθρεψε για να μας πνίξουν είναι το λεγόμενο «βαθύ κράτος». Μα που να εύρω το δρόμο, πού να εύρω τα όπλα να φτάσω στη φωλιά του; Το «βαθύ κράτος»! Δεν είναι που ρήμαξε την κοινότητά μας, δεν είναι που πότισε με δηλητήριο τις ψυχές τόσων ανθρώπων που μέχρι χθες μοιραζόμασταν την ίδια γη χωρίς φαβατισμούς, είναι που χαράκωσε βαθιά το όμορφο πρόσωπο της Πόλης μας, το σημάδεψε για πάντα και μας γύρισε στο Μεσαίωνα!
Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Σπαράζω μέσα μου. Μαζί με το γρήγορο καρδιοχτύπι αρχίζει η εφίδρωση και το τρέμουλο! Η ζάλη, ο πανικός! Όχι, δεν φοβούμαι. Ελπίζω να νταγιαντώ. Δικαιοσύνη ζητώ, δικαιοσύνη. [σελ. 208-211]


2.- Ιώ Τσοκώνα "Το πέραν των Ελλήνων" (εκδ. Μεταίχμιο)

«Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό και να μην πω το αυτονόητο: Είναι πανέμορφη η Πόλη, είναι πανέμορφο το Πέρα. Βαρύ και ασήκωτο το φορτίο που κουβαλούν. Κάθε γωνιά τους έχει και μια ιστορία, κάθε στενό τους έχει το δικό του μυστικό.
Εδώ και αιώνες γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται διθύραμβοι για το κάλλος της Πόλης, για την αρχοντιά και τη μεγαλοπρέπειά της, για την ιστορία της… Τι μπορεί να προσθέσει κανείς όταν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων και όλων των τεχνών ζωγράφισαν, τραγούδησαν και έγραψαν για κάθε σπιθαμή της, βάζοντας ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο μωσαϊκό που τη συνιστά; Αν πρέπει όμως να συμπυκνώσουμε όλα αυτά και θελήσουμε να δώσουμε ένα στίγμα της που να τα συγκεντρώνει όλα, θα καταλήξουμε στο Πέρα. Χωρίς να θέλω να μειώσω την ομορφιά και την αξία καμίας άλλης περιοχής, θεωρώ πως στο Πέρα χτυπούσε και εξακολουθεί να χτυπάει η καρδιά της Πόλης».

3.- Αλέξανδρος Μασσαβέτας "Κωνσταντινούπολη - Η πόλη των απόντων", εκδ. Πατάκη 

Επί οκτώ χρόνια ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας περιηγήθηκε δρόμο δρόμο τις ιστορικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης ξετρυπώνοντας λησμονημένα εκκλησάκια, γκρεμισμένες συναγωγές, βυζαντινές δεξαμενές γεμάτες σκουπίδια και ερείπια μιας ιστορίας πολύ πρόσφατης. Η Πόλη των Απόντων είναι ένα οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη των «άλλων»: των Ελλήνων, των Λεβαντίνων, των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ρώσων. Εκείνων που έζησαν στον τόπο αυτό για χιλιετίες και σφράγισαν το αστικό τοπίο και την κουλτούρα του, αλλά σήμερα λάμπουν πια δια της απουσίας τους. Ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει τον συγγραφέα σε μια σειρά από περιπάτους στην Πόλη, γειτονιά – γειτονιά, αλλά και σε διαδρομές σε περιόδους της ιστορίας της και στο παρελθόν και το παρόν μίας από τις ιστορικές κοινότητές της. Πρόκειται για ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, μία προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του κοσμοπολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, βυζαντινής και οθωμανικής.
Αλλά και για ένα αγώνα απογραφής του τι απομένει στη σημερινή Ιστάνμπουλ των 17 εκατομμυρίων από ένα παρελθόν πολυεθνικό και πολύγλωσσο, που χαρακτήριζε την Πόλη κατά τη μιάμισι χιλιετία κατά την οποία υπήρξε πρωτεύουσα αυτοκρατορική.
Η Πόλη των Απόντων είναι μία μεγαλούπολη όπου η απουσία έχει βάρος ισάξιο με την παρουσία στην αστική ταυτότητα. Δίπλα στη μεγαλούπολη που σφύζει από ζωή και κίνηση λανθάνει η πόλη της μνήμης και τα σιωπηλά μνήματά της. Τη σημερινή Κωνσταντινούπολη τη χαρακτηρίζει η νοσταλγία και το αίσθημα της απώλειας. Κάθε βήμα στις ιστορικές γειτονιές το συνοδεύουν τα αδιάψευστα ίχνη μιας απουσίας. Θλιβερή μαρτυρία εγκατελελειμμένων σπιτιών και ιερών. Σπίτια που τα κατοικούν «άλλοι». Ρημαγμένα νεκροταφεία. Η ανάμνηση ενός παρελθόντος ευτυχέστερου για πολλούς ξυπνά τη νοσταλγία και τη θλίψη. Όχι μόνο στα μέλη των μειονοτικών ομάδων που αφανίστηκαν από το αστικό τοπίο αλλά και στην παλιά αστική τάξη της Πόλης. Αυτή ολοένα και περισσότερο αναπολεί την πολυπολιτισμική μητρόπολη του παρελθόντος που αφανίστηκε τον εικοστό αιώνα. Στην Πόλη των Απόντων ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας συνδέει τον γεμάτο ζωή και ζωντάνια κόσμο του παρόντος των ιστορικών συνοικιών της Πόλης με εκείνον των ιστορικών κατοίκων τους. Έτσι αποκαθιστά τον ιστορικό και κοινωνικό σύνδεσμο σε ένα χάσμα που για τον επισκέπτη μοιάζει, δικαιολογημένα, αγεφύρωτο.
Ταυτόχρονα, όμως, ξεφεύγει από την παγίδα της θρηνωδίας για ένα χαμένο παρελθόν. Παραμερίζοντας τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, παραδίνεται στη μαγεία της σημερινής Πόλης που τον τριγυρίζει. Αφήνεται στη χαρά
της ανακάλυψης, αγαπά τους μικρόκοσμους που συναντά και τους κατοίκους τους, βιώνει την αγωνία του επερχόμενου τέλους τους. Το τέλος έχει, αυτή τη φορά, τη μορφή προγράμματος «αστικής εξυγίανσης» – νέος συρμός, κύμα που σαρώνει την Κωνσταντινούπολη καταστρέφοντας συνοικίες, μνημεία, ζωές, επαγγέλματα και συνήθειες αιώνων.

4.- Ιφιγένεια - Ειρήνη Τέκου "Μνήμες χαμένες στην άμμο", εκδ. Κέδρος 2014

Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, δύο αδελφές χωρίζονται εξαιτίας συνταρακτικών γεγονότων που σημαδεύουν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των περισσότερων Ελλήνων της Πόλης.
Η μία αδελφή, η Άννα, έτοιμη να κάνει το ντεμπούτο της στην όπερα, καταδιώκεται από μια ομάδα Τούρκων και στη συνέχεια βρίσκεται τραυματισμένη σ’ ένα πλοίο με προορισμό τον Πειραιά.
Από το σοκ δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα σχετικά με το παρελθόν της. Μοναδικό της στήριγμα η Ελίζ, μια Aρμένισσα εγκυμονούσα που αναζητά μια καλύτερη τύχη στην ελληνική πρωτεύουσα. Μια νέα ζωή με νέα ταυτότητα αρχίζει για την ηρωίδα στη μεταπολεμική Αθήνα. Η Άννα στα επόμενα χρόνια θα βιώσει απώλειες, θα γνωρίσει τον έρωτα και την καταξίωση.
Η άλλη αδελφή, η Μαρίκα, λόγω των οδυνηρών εμπειριών που είχε εκείνο το απόγευμα, παίρνει αποφάσεις που θα καθορίσουν τη ζωή της. Παντρεύεται έναν Τούρκο, ενώ η καρδιά της είναι δοσμένη σε άλλον άντρα, μόνο και μόνο για να βοηθήσει την οικογένειά της. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι αγνοεί τον πραγματικό χαρακτήρα του συζύγου της και την επικίνδυνη, σκοτεινή πλευρά του.
Δύο γυναίκες, δύο αγαπημένες αδελφές, χωρίζονται και αντιμετωπίζουν μόνες τις προκλήσεις της ζωής. Άραγε θα κατορθώσουν να ξανανταμώσουν; Η μαγεία της Πόλης θα τις ξαναφέρει κοντά ή όσα τις δένουν θα παραμείνουν μνήμες χαμένες στην άμμο;

5.- Λένα Μαντά "Θεανώ, η λύκαινα της Πόλης", εκδ. Ψυχογιός 2006
Κωνσταντινούπολη… Ιστανμπούλ… Βασιλεύουσα…
Με όποιο όνομα κι αν την πεις, μία είναι η Πόλη∙ μαγική, μοναδική, υπέροχη, βαφτισμένη στα μυστήρια της Ανατολής!
Στον τόπο αυτό γεννιέται η Θεανώ. Μια κοπέλα που κουβαλάει μέσα της κάτι από τη μαγεία της Πόλης και κάτι από το ανυπότακτο πνεύμα της. Η Θεανώ θα μεγαλώσει, θ’ αγαπήσει και θα παντρευτεί. Τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, θα βρεθεί μέσα στη δίνη των Σεπτεμβριανών. Μια μαύρη σελίδα στην Ιστορία των Ελλήνων της Πόλης γράφεται με το αίμα πολλών. Θύμα της αγριότητας των Τούρκων και η Θεανώ. Όταν θα συνέλθει, τίποτε δε θα είναι πια όπως παλιά. Μια λύκαινα θα γεννηθεί εκείνο το βράδυ και όποιος από δω κι εμπρός την πλησιάσει για να της κάνει κακό, θα γίνει κομμάτια από τα κοφτερά της δόντια.
Δέκα χρόνια μετά, η Θεανώ θα ζήσει τον εφιάλτη της απέλασης στην Ελλάδα και τον πόνο του ξεριζωμού, και θα έρθει αντιμέτωπη με το ρατσισμό και την καχυποψία. Η λύκαινα θα ξυπνήσει και πάλι, και όσοι έφταιξαν θα πληρώσουν ακριβά. Ή μήπως θα πληρώσουν και αθώοι;
Μια ιστορία για μια γυναίκα που βίωσε την αγάπη και το μίσος, κι έγινε αγρίμι για χάρη των αγαπημένων της.

6.- Μαίρη Μαγουλά "Κύματα του Βοσπόρου", εκδ. Μεταίχμιο 2015
"...Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες ώρες δεν περιγράφεται. Η από καιρό ανθελληνική προπαγάνδα είχε λειτουργήσει. Για τα γεγονότα έλειπε μόνο η αφορμή και τη δημιούργησαν κι αυτή με τη δήθεν τρομοκρατική επίθεση στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη.
Προηγουμένως βέβαια είχαν φροντίσει να μεταφέρουν χιλιάδες φανατισμένους πάμφτωχους Τούρκους από την Ανατολή, εφοδιάζοντάς τους με κάθε λογής επιθετικά εργαλεία. Πλούσιοι προμηθευτές χάρισαν άφθονη κηροζίνη για να βοηθήσουν να ολοκληρωθεί με εμπρησμούς το τρισκατάρατο έργο τους.
Η συγκέντρωση αρχικά έγινε στην πλατεία Ταξίμ, για να καταλήξει σε διαδήλωση. Εξαγριωμένο πλήθος, σωστή λαοθάλασσα, αλαλάζοντας "ανάθεμα στους γκιαούρηδες" και "σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης", πλημμύρισε το Πέρα και τους γύρω δρόμους. Ανακατεμένοι ρακένδυτοι του Κασίμ Πασά με φοιτητές, ακόμα και με δικηγόρους, όπως αποδείχθηκε αργότερα με ευρήματα από την περιοχή - δικηγορικές ταυτότητες που έπεσαν κατά τη φασαρία -, γενάτοι αποθηκευμένο μίσος χρόνος, βρήκαν επιτέλους αφορμή να ξεσπάσουν. Ενα μεγάλο κομμάτι του μίσους που φώλιαζε χρόνια μέσα τους είχε να κάνει με το φθόνο και τη ζήλια για την οικονομική πρόοδο των Ρωμιών. Είχε λειτουργήσει κι εδώ η τουρκική προπαγάνδα πως για τη φτώχεια τους έφταιγαν οι μειονότητες και κυρίως οι Ρωμιοί. Πρώτα όρμησαν και κατέστρεψαν τις βιτρίνες και τις πόρτες των καταστημάτων των ομογενών του Πέρα, ύστερα ένα δεύτερο πλήθος λεηλάτησε και άρπαξε ότι έβρισκε κι ένα τρίτο κατέστρεψε πλήρως ό,τι είχε απομείνει.
Σχεδόν την ίδια ώρα ξεκίνησαν οι βιαιοπραγίες και σε άλλες συνοικίες. Από τη μια άκρη του Βοσπόρου μέχρι τον Αγιο Στέφανο και τα νησιά.
Ολες οι ρωμαίικες κοινότητες έπεσαν θύματα της συμφοράς. Εκκλησιές και φημισμένα σχολειά έπρεπε να πληρώσουν ακριβά όπως και όλοι οι αλλόθρησκοι υπήκοοι της Τουρκικής Δημοκρατίας. ...."

7.- Κωνσταντίνος Κοτάκης "Η υπόσχεση", εκδ. Ωκεανίδα 2013
Σοζ θα πει υπόσχεση...
Πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε.
Όμως οι μνήμες της Πόλης είναι ακόμη ζωντανές. Τα παραμύθια της Μαρίκας όταν τάιζε τον μικρό Θεοκλή αυγά χτυπημένα με ζάχαρη, τα τραπέζια στις γιορτές, οι πολίτικοι μεζέδες, η ανατολίτικη μουσική στο ραδιόφωνο, οι βιτρίνες του Πέραν, τα ψώνια στο τσαρσί. Μνήμες από τότε που οι Ρωμιοί, μετά τους διωγμούς, ξεπουλούσαν τα σπίτια τους για να μεταναστεύσουν στην πατρίδα της καρδιάς τους, στην Αθήνα.
Σήμερα παραμύθια διηγούνται οι ένοικοι της πολυκατοικίας όπου μένει ο Θεοκλής. Οι «κούκλες», όπως τις λέει – άντρες και γυναίκες στο θέατρο μιας Ελλάδας που ξαναζεί, μέσα από τις αφηγήσεις τους, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια της ιστορίας της. Όπου η ζωή ακούγεται σαν παραμύθι και το παραμύθι κρύβει ζωή.

8.- Στέλλα Βρετού "Τα κόκκινα λουστρίνια" εκδ. Ωεκανίδα 2014
Κουνούσε πάνω κάτω το ένα πόδι για να δει ο παππούς τα κόκκινα γυαλιστερά παπούτσια της που ‘ταν τόσο όμορφα! Της τα ‘χε φέρει ο πατέρας της όταν επέστρεψε από κάποιο ταξίδι κι από εκείνη τη μέρα δεν τα ‘βγαλε απ’ τα πόδια της, καμάρωνε που τα φορούσε. Ο παππούς γύρισε και την κοίταξε, τα μάτια του της χαμογέλασαν.”
Έπειτα από πολλά χρόνια, ένα ζευγάρι παιδικά κόκκινα λουστρίνια σε μια βιτρίνα θα τη γυρίσουν στο παρελθόν.
Το μακρύ ταξίδι μιας ελληνικής οικογένειας που άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τέσσερις γενιές που η Ιστορία σημάδεψε τη μοίρα τους. Άντρες και γυναίκες, που γνώρισαν το πάθος, τον έρωτα, τη χαρά της δημιουργίας, τη ζεστασιά της οικογένειας, αλλά και την αποτυχία, τη μοναξιά.
Ζάκυνθος, Οδησσός, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αθήνα. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση ο Γιάγκος με την οικογένειά του εγκατέλειψε την Οδησσό και ρίζωσε στην Κωνσταντινούπολη. Η δισέγγονή του Νένα θα ζήσει τον αφανισμό των Ρωμιών και το τέλος μιας εποχής. Στην Αθήνα όπου θα βρεθεί θα χαράξει τη δική της διαδρομή, όμως η Πόλη θα είναι πάντα εκεί.

9.- Χαρά Σαμπανίδου "Οι γλάροι του Βοσπόρου", εκδ. Ωεκανός 2013
Η Ευγενία από την Καππαδοκία, πλάσμα ευαίσθητο κι ευγενικό, θα βρεθεί ολομόναχη στην Πόλη, αλλά η τύχη και η φυσική της καλοσύνη θα τη φέρουν κοντά στον Αναστάση, τον άντρα που παντρεύεται. Κοντά του θα γνωρίσει μια απρόσμενη ευτυχία... Θα αποκτήσουν τέσσερεις λατρεμένες κόρες...
Η Ειρήνη, όμορφη και προκομμένη, θα ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της...
Η Μαρίκα κι η Φρόσω, πανέμορφες, ατίθασες, όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό, γοητευμένες από τα καφέ σαντάν και τα ρεμπέτικα στέκια της πολυπρόσωπης Πόλης, θα γοητευθούν από τη νύχτα, θα γνωρίσουν την οθωμανική χλιδή και θα βρεθούν σπρωγμένες από τον έρωτα στην αντίπερα όχθη... Θα απαρνηθούν οικογένεια και θρησκεία για να ζήσουν τον μεγάλο έρωτα βυθίζοντας την οικογένειά τους στην απελπισία... κι ανατρέποντας τις ζωές τους..
Η Ιωάννα, μια ήσυχη κι αθώα παρουσία...
Σαν τους γλάρους του Βοσπόρου, οι τέσσερεις κόρες της Ευγενίας, διαγράφουν τις ζωές που επιλέγουν στην Πόλη των Ελλήνων με τις μυριάδες γεύσεις και τα αρώματα, πριν τα σαρώσει ο άγριος άνεμος της κεμαλικής μισαλλοδοξίας...


Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΛΥΚΑΡΗΣ "Μαύρα Κουφέτα", εκδ. Καστανιώτη, 2013


Οχι ακριβώς αστυνομικό με την οιαδήποτε έννοια (ευρεία και στενή) του όρου.....πολιτικό νουάρ, θα το έλεγα, αφού, με αφορμή μία αναζήτηση (ατελέσφορη ;; προς το τέλος), με τον ευρηματικό του τίτλο "Μαύρα κουφέτα" ο συγγραφέας (του οποίου τα αληθινά στοιχεία δεν είναι γνωστά), με μυθοπλασία, διανθισμένη από σκηνές τελείως σουρεαλιστικές (της νυκτερινής, άγνωστης, επικίνδυνης. διεφθαρμένης και διαπλεκόμενης Αθήνας του υποκόσμου, όπως έχει αυτή διαμορφωθεί από τις εισαγόμενες "μαφίες" στον χώρο κυρίως της εκμετάλλευσης, σεξουαλικής και οικονομικής, αλλοδαπών γυναικών και με κυρίαρχο το στοιχείο του "ξεκαθαρίσματος" λογαριασμών μεταξύ των εμπλεκομένων), και με χιούμορ σε αρκετά σημεία, ανατρέχει την Ιστορία, πριν από το 1989 και μετά. Το κομβικό χρονικό σημείο, είναι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και η αναπόφευκτη ηθική και ολοσχερής αλλοίωση του συνολικού κοινωνικού και (κυρίως) οικονομικού γίγνεσθαι, των μεγαλοπαραγόντων (κομματικών και μη), στελεχών (μικρομεσαίων αλλά και κορυφαίων), οπαδών, μυημένων και μη στις πεποιθήσεις, στις αξίες και στις συνθήκες ζωής, συμπεριφοράς κλπ., της αριστερής (για την ακρίβεια κομμουνιστικής) ιδεολογίας. Δεν παραλείπει να καυτηριάσει, με το δικό του τρόπο, την παρακμή και την πτώση μίας από τις κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα (από την προσωπολατρεία του Λένιν έως τις διαφημίσεις του Γκορμπατσώφ), που επέφερε αναπόδραστα τη διάψευση προσδοκιών, ονείρων, οραμάτων ολόκληρων λαών και κοινωνιών, και οδήγησε αρχικά στην μετάλλαξη και εν συνεχεία στο τέλος της "επανάστασης" με αναίμακτο τρόπο μεν, αλλά αποδεδειγμένα (πλέον) καθοδηγούμενο, καθοριζόμενο και ταυτισμένο με τις "αρχές" του καπιταλισμού, που τόσο πολεμήθηκαν και αποτέλεσαν επί δεκαετίες το "αντίπαλο δέος" (με κυρίαρχη την αρχή του κέρδους και της συγκέντρωσης πλούτου, τις περισσότερες φορές μη νόμιμου και εξουσίας). Το ενδιαφέρον είναι, ότι, ο ίδιος ο συγγραφέας, ως δημοσιογράφος, γράφει για πράγματα, καταστάσεις και βιώματα που γνωρίζει άμεσα και άριστα, και ίσως για αυτό, ο λόγος του, όπως έχει μετουσιωθεί σε λογοτεχνία, να είναι τόσο αποκαλυπτικός, ευθύς, κυνικός και χειμαρρώδης. 
Η αλήθεια είναι ότι προς το τέλος, με κούρασε λίγο, με την έννοια, της (συνοπτικής) επανάληψης ;;; της διαδικασίας που οδήγησε στην πτώση, και του αισθήματος της απογοήτευσης που προκάλεσε σε όσους πίστεψαν ειλικρινά και ακολούθησαν το "ελπιδοφόρο κοινωνικό σύστημα" (όπως ο ίδιος το αποκαλεί), παρά τις στρεβλώσεις, τα λάθη, την την αλαζονεία και όλα τα επακόλουθα, ενός συστήματος εξουσίας, σε αντίστιξη με όσους προσαρμόσθηκαν γρήγορα και ευέλικτα σε νέες συνθήκες και καταστάσεις, ασπαζόμενοι "ενθουσιωδώς" και γρήγορα, (και με ιδιαίτερα ευέλικτες και επικερδείς μεθόδους) τον δυτικό τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις που μέχρι πρότινος απέρριπταν ή υποκριτικά, πολεμούσαν. 
Πάντως στο μέλλον, θα διαβάσω με βεβαιότητα και κάποιο από τα άλλα έργα του συγγραφέα, του οποίου πάντως η αληθινή ταυτότητα μέχρι στιγμής είναι πολύ καλά κρυμμένη....