Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΓΚΑ "Το δίλημμα του σκαντζόχοιρου", εκδ. Ωκεανίδα 2016

Οκ, δεν επιθυμεί να δρέψει (φαντάζομαι) δάφνες της λεγόμενης "σοβαρής" λογοτεχνίας (αν και είμαι κατά των διακρίσεων γενικώς και ειδικώς), αλλά για να είμαι ειλικρινής και με εξέπληξε και μου άρεσε και το βρήκα πολύ καλό ...ίσως γιατί ήμουν σε χρονική στιγμή που ήθελα λίγο το μυαλό μου να ταξιδέψει, να γελάσω, να χαμογελάσω, να ξεφύγω, να διαβάσω ένα βιβλίο με πλοκή σύγχρονη, άμεση, ρεαλιστική, χειμαρρώδη, με χιούμορ, ενίοτε και κυνικό ακόμη και πικρόχολο, εκτεινόμενο από τις συναισθηματικές περιπέτειες της Γεωργίας έως τους εύστοχους χαρακτηρισμούς των φίλωμ, συντρόφων, συγγενών και εν γένει του κοινωνικο-φιλικού περιβάλλοντος, διαλόγους απολύτως αληθοφανείς και εστιασμένο στην αιώνια διαμάχη ;;; των δύο φύλων. Διαμάχη ή προσπάθεια συνύπαρξης ετερώνυμων και ομώνυμων, για επικράτηση εκατέρωθεν, δέσμευση, αλλά και την ανάγκη για συντροφικότητα, συμπόρευση, αλληλοκατανόηση και στο τέλος, όλα μαζί "συμπυκνωμένα" στην αγάπη, της οποίας η αναζήτηση ποτέ δεν σταματά....δεν έχω διαβάσει άλλο βιβλίο της κ. Τσαγκά, δεν είχα ιδέα ούτε από τον τρόπο ούτε από το ύφος της γραφής της, ίσως είχα και εγώ μία προκατάληψη με τα βιβλία όσων ανήκουν σε άλλους χώρους (δημοσιογραφικούς, καλλιτεχνικούς κλπ) και αποφασίζουν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στη συγγραφή, αλλά τελικά αν δεν δοκιμάσεις να διαβάσεις όσα δημιούργησαν, θα μείνουν οι "προκαταλήψεις" χωρίς αντίκρισμα τελικά...

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

1.- Δέλβινο, Βόρεια Ηπειρος. Αλβανικό Μέτωπο. Πόλεμος ’40- ’41. Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο μέσον, στη διάρκεια μιας επιστροφής από την πρώτη γραμμή του μετώπου.
“.....Δεν απέμενε παρά να κρατήσω τον όρκο μου και να δώσω υπόσταση στον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, αυτόν που είχε δοκιμαστεί σ’ όλα τα ανεβοκατεβάσματα της ελληνικής ιστορίας και που προχωρούσε ολοένα για να φτάσει μέσα και πέρα από το θάνατο... [...] Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το “Ασμα” που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Αξιον Εστί”».
Την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο 29χρονος έφεδρος ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης παρουσιάζεται στο Α΄ Κέντρο Επιστρατεύσεως του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.), το οποίο βρίσκεται τότε υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Παναγιώτη Δεμέστιχα. Είναι η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας, εθνικής καθώς και προσωπικής - για τον Οδυσσέα Αλεπουδέλη, ή αλλιώς Ελύτη.

2.- Στρατής Μυριβήλης, περιοδικό Νέα Εστία, 15/11/1940

«...Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (...) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευτική τρέλα. Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη. Ποιο θα ‘ναι το τέλος του; Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή...»




3.- Γιώργος Μιχαηλίδης "Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας", εκδ. Καστανιώτη 
("Η μύηση", 2000 - "Ο λαβύρινθος" 2002, - "Η έξοδος" 2004)

«Ποτέ δεν ξέρουμε τί γίνεται στους σκοτεινούς θαλάμους της ψυχής μας. Ποιοί ψίθυροι μας υπαγορεύουν τραυλίζοντας το μέλλον και ποιές κινήσεις θεωρούμε πως είναι δικές μας, ενώ είναι αποφάσεις που πάρθηκαν εκεί πίσω μακριά, από τα ανεξίτηλα του παρελθόντος. Η μνήμη δεν λειτουργεί μόνο με την ανάμνηση. Μεταμφιεσμένη εγκαθίσταται στον παρόντα χρόνο, χειρονομεί σαν τρελή, κι εμείς, ταραγμένοι, εκλαμβάνουμε το αλλόκοτο φέρσιμό της ως ευεργετικές ή ανυπόφορες συμπεριφορές του τυχαίου ενώ είναι ψήγματα από τα μεταλλεία του χρόνου μας» … (αφηγείται ο Άλκης Καρέλης – Μύηση, σελ. 86).



4.- Νικηφόρος Βρεττάκος, για τις γυναίκες της Πίνδου : 

«Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη ». 
Οι γυναίκες της Πίνδου, στον δύσκολο τούτο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού, έδωσαν το δικό τους παρών, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η προσφορά τους, αυθόρμητη και αυτόβουλη. Αυτές οι αγρότισσες των κακοτράχαλων Ηπειρωτικών βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη κ.λπ., σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα.




5.- Απόσπασμα από το βιβλίο της Μίτσης Πικραμμένου "Η κυρία με τα μαύρα", εκδ. Τετράγωνο, 2012 !!!!!

«...... Όταν συνειδητοποίησα ότι η μπότα του κατακτητή πατούσε την Αθήνα δεν θέλησα να ζήσω παραπάνω. Είχα άλλωστε ολοκληρώσει τις εκκρεμότητές μου. Εφυγα αφού άφησα ένα τεράστιο έργο, τόσο συγγραφικό, όσο και γενικότερα κοινωνικό, το οποίο περιστρεφόταν πάντοτε στον άξονα «Πίστη, Αγάπη, Πατρίδα». Σχεδόν όσα έγραψα τα εμπνεύσθηκα από την προσωπικότητα και το έργο του παντοτινά αγαπημένου, και όσο ζούσε εκείνος το ήξερε. Είχα ταυτισθεί με τον Ιωνα. Και το έργο μου, κοινωνικό και συγγραφικό, στηριζόταν όλο στο κοινό μας ιδανικό, την πατρίδα μας. Η ζωή μου ολόκληρη σφραγίσθηκε από εκείνον και τα ανώτερα ιδανικά του. Η ανολοκλήρωτη σχέση μας, η αδυναμία μου να επικοινωνώ μαζί του, είχε τις συνέπειές της. Στην πραγματικότητα, από τα τριάντα τέσσερα έως τα εξήντα επτά χρόνια μου, που έφυγα, έζησα με τις τρεις λέξεις, που είχα βάλει να χαράξουν στο δαχτυλίδι του Ιωνα. Κάτι που με είχε ακολουθήσει έως την τελευταία μου πνοή. 
«Πίστις, Αγάπη, Πατρίδα»».



6.- Ἰωάννης Πολέμης - Η σημαία

Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω,
μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει
τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω,
σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει
μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη,
ὦ Σημαία γαλανή!»




7.- Κωστής Παλαμάς "Νίκη"
Η Ελλάδα είναι αβασίλευτη, με δάφνες και με κρίνα,
της νίκης. Παντοδύναμος την έπλασε τεχνίτης.
Η δόξα, το καμάρι της, η αλήθεια είναι δική της.
Κι αν είναι και στον πόλεμο μέσα, η ζωή θυσία
ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία.




8.- Γιώργος Σεφέρης "Μέρες Γ’ 16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1940» (Εκδ, ΙΚΑΡΟΣ). Εκεί ο Σεφέρης, ο οποίος ως γνωστόν υπήρξε στέλεχος του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, θα γράψει: 
«Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο». Τίποτα άλλο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω απ’ τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι».




9.- Ελληνίδες (Τίμος Μωραϊτίνης, εφ. Εστία, Δεκέμβριος 1940, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 248)

Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει
Και ξενυχτάει δουλεύοντας για την πατρίδα

Κι ενώ σκυμμένη πλέκει,
Έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα.
Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά,
Που βγαίνουν από τη χρυσή τους θήκη,
Ν' αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή.
Και πλέκουν ως τη νύχτα τη βαθειά.
Κι είν' άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή
Όσο κι η Νίκη.




10.- Γιώργος Σαραντάρης  
Εμείς οι Έλληνες
Με τις ελιές με τα πεύκα

Με τα μάρμαρα με τη θάλασσα
Φυλάξαμε και άλλες αρετές
Δεν εξοφλήσαμε την ευφυΐα μας
Σ' έναν καιρό πιο ήμερο
Και πιο γενναίο
Δεν θα διστάσουμε
Δεν θα δειλιάσουμε
Από τις κρύπτες θα βγάλουμε τα όργανα
Στην ορχήστρα και στο χορό
Οι φωνές μας θα προσφέρουν
Κάτι σαν το επιούσιον
Το δικό μας πάθος
Που σε χαρούμενα νησιά έχουμε τόπο
Σε άμοιρη στεγνή γη
Που την υγραίνει ευλάβεια στον αιώνα
Η πλούσια ανάμνηση
Ο άφθονος ήλιος
Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι
Ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
Που γέρασαν σαν δέντρα
Μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
Και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό
Ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους
Πουλιά που κρυώνουμε
Και δεν νοιαζόμαστε να στήσουμε 
Σε πιο πράσινο χώρο
Τη φωλιά μας
Εμείς πότε θα διαβάσουμε
Στην τύχη μας μια ώρα που δεν σβήνει
Στα χέρια μας στα νιάτα μας
Μια φούχτα δύναμη και θάρρος
Που τηνε χρειάζεται και χαιρετάει
Ο ζωντανός κόσμος
Η Δύση πού θα βρει καινούργιο δρόμο
Για τις ανθρώπινες ψυχές;
.. ..


Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.

11.- Το εξαιρετικό (κατά τη γνώμη μου) κείμενο το "αλίευσα" από τον ιστότοπο 24grammata.com
Του Απόστολου Θηβαίου "ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΗΡΩΕΣ ΜΙΚΡΟΙ"
Οι ήρωες δεν γερνούν. Παραμένουν θρυλικοί και ωραίοι, μες στην πλαστικότητά τους, εκτελώντας παράτολμες προσπάθειες, κόντρα σε καιρούς και ανθρώπους. Διατηρούν ακέραιο το θάρρος τους, λίγο μόνο ησυχάζουν, σέρνονται στους τοίχους και τις νύχτες υπερασπίζοντας πάντα τις ωραίες και ανεπανάληπτες ιδέες, στήνοντας αναρίθμητα ηρώα στην μεταλλουργική Δραπετσώνα, στην Καισαριανή, στις γειτονιές των Αθηνών. Ο Οδυσσέας, ο Καραγκιόζης, ο Γιώργος Θαλάσσης, η γλυκιά και αγέραστη Κατερίνα, ο Σπίθας, ο Αλδεβαράν, οι ανώνυμοι άγιοι που κοσμούν τα εικονοστάσια της μνήμης μας. Μορφές απίθανες, που αποδεικνύουν την ελληνικότητά τους με την καταγωγή και το θάρρος τους. Νεαρά παιδιά και ιχνηλάτες από τα απόμακρα, ιονικά νησιά, άνθρωποι των καταυλισμών και των συνοικισμών της Ελευσίνας, οι έφηβοι των κεντρικών, αθηναϊκών λεωφόρων, ολομόναχοι και συντετριμμένοι κάποτε. Ετούτοι ήταν πάντα οι γνήσιοι ήρωες της τραγωδίας, του αδιάκοπου ελληνικού δράματος που ασθμαίνει καρκινικό στην ιστορία και την ατομική, την καταποντισμένη μνήμη.Ο Γιώργος Θαλάσσης, η Κατερίνα και ο Σπίθας δεν γερνούν. Θρυλικοί και ωραίοι, ακίνητοι μες στου αμερικανικού τύπου, έγχρωμα εξώφυλλα, σαν αιώνιοι, πάντα στον ίδιο ρυθμό και την ίδια ένταση, τίποτε βαθύτερο δεν πασχίζουν να αναπαραστήσουν παρά τη στιγμή του χρόνου, που είναι μια ολόκληρη και ανεπανάληπτη εποχή.
Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από δράματα. Ο τζοϋσικός, ιστορικός εφιάλτης επαναλαμβάνεται σε τούτο τον τόπο, ολοένα πιο άγριος, ζητώντας τη θυσία, θεσπίζοντας τα νέα μνημεία της εθνικής συνείδησης. Ο 20ος αιώνας πιστός στη δραματική καταγωγή δεν θα στερήσει από τον ελληνισμό τις οδύνες, τις περιθωριοποιήσεις και τους ξεριζωμούς. Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα η εγχώρια, πολιτική αστάθεια θα συμβάλλει στην αναζωπύρωση των εθνικών απειλών. Ο Μακεδονικός Αγώνας, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, οι ιωνικοί, σωριασμένοι κίονες, οι τρομεροί ξεριζωμοί, οι διχασμοί και η δικτατορία πριν από την οριστική εγκαθίδρυση μιας αδιάσειστης, ελληνικής δημοκρατίας. Μες σε αυτήν την ιστορική, τραγική ακολουθία κορυφαίο και ενδεικτικό της ενστικτώδους αναγκαιότητας για ελευθερία γεγονός αποτέλεσε δίχως αμφιβολία η τιτάνια προσπάθεια ενός λαού να εκδιώξει οριστικά τη γερμανική κατοχή. Μια στρατιωτική επιβολή που σε τίποτε δεν έχει να κάνει με τις οικονομικές αυθαιρεσίες των επιγόνων. Μια ολόκληρη κοινωνία, απέναντι στους προδότες και τους κατακτητές ορθώνει το ανάστημά του εμπρός στη ναζιστική, πενταετή λαίλαπα. Οι νεκροί χιλιάδες από την πέινα και το αντάρτικο των πόλεων, τις προδοσίες και τις αναίτιες εκτελέσεις. Όσοι πάλι ζήσουν για να μαρτυρήσουν τα χρόνια της εθνικής αγωνίας, επιβεβαιώνουν με τον το πιο σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο την αυταπάρνηση και το «αδέσμευτο» του δοκιμασμένου, ελληνικού ψυχισμού. Ένα έθνος εξοικειωμένο με την επανάσταση και τις άπειρες, απειλητικές μορφές της συνταγμένο εμπρός στη γερμανική μηχανή, ανυπεράσπιστο εμπρός σ΄άρματα μάχης, πολυβόλα και γερμανικά στρατηγεία.
Ετούτη τη θλιβερή συγκίνηση, την οποία η δημοτική ποίηση τόσο εύστοχα και μακροχρόνια συντήρησε μες στους κόλπους της, το ίδιο, αυτό συναίσθημα της συντριβής και του οράματος το οποίο έθρεψε και ενθάρρυνε το ύφος και την ηθική του λαού και του τόπου, ανανεώνεται κατά τη διάρκεια του αντιναζιστικού αγώνα. Η αντίσταση, ως μια ανανέωση της θλιβερής και αναγκαίας, ελληνικής παράδοσης που θέλει τον λαό δοσμένο στους αγώνες και τα πάθη στάθηκε μια κορυφαία στιγμή της εντόπιας ιστορίας. Ενάντια σε κάθε αριθμητική και κάθε προσδοκία ο ελληνικός λαός, δίχως να απολέσει ποτέ την πίστη του για την ελευθερία, υψώθηκε χαλύβδινος, δικαιώνοντας τον Γερμανό Χέρμαν Έσσε, όταν επισημαίνει πως οι μικρές ελίτ των καλοπροαίρετων, των ικανών για θυσίες ήταν εκείνη που διαφύλαξε πάντα στον κόσμο το Καλό και το Ωραίο και το πολλαπλασίασε. Σε μια τέτοια περίσταση ερεθίζεται ολόκληρη η ψυχή του έθνους, μιας Ελλάδας καθώς εκείνη που κρατά το βαμβάκι με το ιώδιο στο μυθιστόρημα του Γιώργου Μιχαηλίδη. Εφευρετικές οι τέχνες, -η μουσική, το θέατρο, ο λόγος-, εντοπίζουν τα κλειδιά μιας εποχής και έτσι την τραγουδούν, στήνοντας μικρούς οδοδείκτες για τους αρχαιολόγους του μέλλοντος. Η ίδια αυτή τέχνη, ευγενική και αφοσιωμένη τάσσεται στο πλευρό της κοινωνίας, ενισχύοντας πάντα το στοιχείο του «εθνικού», ως κρίκο συνδετικό ανάμεσα στο παρελθόν και την επίκαιρη, ιστορική συγκυρία. Οι συμβολισμοί, οι προσευχές, ο μεμονωμένος στίχος αρκούν για να θρέψουν μια ανάσα ελληνισμού, πλουτίζοντας σημαντικά τη γνώση, την οπτική και την ευρύτητα των οριζόντων προσδοκίας, όπως ονειρικά τους φανταζόμαστε στα ποιητικά εγχειρίδια του Γιάννη Δάλλα. Μιλούμε για τις φορές εκείνες που η ζωή και η τέχνη συμπίπτουν, προσδιορίζοντας μια επανάσταση ή μια τομή στο κατεστημένο. Είναι η γαιώδης τέχνη, μια ισότονη δημιουργία, η εγγύηση για ένα βλέμμα θερρινό. Ο ζωγράφος Γκίκας σημειώνει πως με τούτο τον τρόπο η αγνότητα, το διαυγές και το ακηλίδωτο κρύσταλλο των πιο τρυφερών σκέψεων, τείνουν τους συλλογισμούς μας προς ορισμένες κατευθύνσεις, διαμορφώνοντας το ύφος και την ηθική μιας ολόκληρης εποχής. Μια αποκάλυψη στο τέλος των ιχνών, πέρα από τα νερά και τις βροχές που σβήνουν τα χνάρια.
Η περίπτωση του «Μικρού Ήρωα», της «Συννεφιασμένης Κυριακής» ή του πελώριου, εκείνου προσωπείου στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, ανάγουν την ιστορική δοξασία, επισημαίνουν την περίσταση και τους συμβολισμούς που θα αποκαλύψουν την παράδοση και τα τιμαλφή της. Μια παράδοση που τρέφεται, ακμάζει και εξαντλείται, συντηρώντας μες στους κόλπους της την έννοια της ταυτότητας, μια συνέπεια της γλώσσας, της μορφής και της δράσης. Ακόμη και αν το νέο δεν παρήχθη ποτέ στην ελληνική, καλλιτεχνική σκηνή, εντούτοις η εθνική ιστορία στάθηκε πάντα πόλος και αφετηρία εκείνης της ευλογημένης εντοπιότητας που ανθίζει αιώνες τώρα το εθνικό δέντρο και τους μυθικούς καρπούς του. Μια τέτοια υπηρεσία προσέφερε ο Ανεμοδουράς με τους «μικρούς, απέθαντους ήρωες.» Στην αυγή του εμφύλιου σπαραγμού, στην έξοδο ενός εθνικού αγώνα με υψηλό, ανθρώπινο κόστος οι μορφές του Ανεμοδουρά υποδεικνύουν στη νέα γενιά μια σειρά ιδανικών που είχαν εκπληρωθεί και ρεαλιστικοποιηθεί την κατοχική περίοδο. Μορφές όπως ο Θαλάσσης, η Κατερίνα και ο Σπίθας με την αδέξια και αγνή παιδικότητά τους, με μια άπειρη τρυφερότητα για τα λησμονημένα ιδανικά αντικρίζουν τη ζωή και την ιστορία δίχως δισταγμούς, ενσαρκώνοντας την έννοια του οράματος και του θάρρους. Πέρα του «ελληνικού», το οποίο συνιστά μια ιδεολογική αφετηρία για τις εκδόσεις του Ανεμοδουρά, στην περίπτωση των «Μικρών Ηρώων» έχουμε να κάνουμε με το στοιχείο του φανταστικού, το οποίο δεν βρίσκεται μες στην πλοκή ή το έγχρωμο σχέδιο, αλλά στον εμπεδωμένο φόβο των νεαρών αναγνωστών που έχουν στην πλειοψηφία τους βιώσει την ατομική και συλλογική δυστυχία ενός μακροχρόνιου και επώδυνου αγώνα. Μια ενσάρκωση της σπουδαίας παραδοχής με την οποία τελειώνει η ζωή και αρχίζει η επιβίωση. Με τούτον τον ανυπόφορο όσο και αληθή ρεαλισμό ο Ανεμοδουράς στοχεύει στην τόνωση της ιστορικής γνώσης, της εθνικής συνείδησης, της γλώσσας και των όρων εκείνων που σημαίνουν αγωγή και παιδεία. «Οι Μικροί Ήρωες» δεν επαναπροσδιορίζουν και δεν διευρύνουν παρά τα όρια μιας ενότητας εθνικής, ικανής να ικανοποιήσει την ανάγκη για την οριστική έξοδο από την πραγματικότητα και την εξαργύρωση της ιστορικής μνήμης σε ένα είδος ενεργητικού στοχασμού. Ετούτος ο τελευταίος κατά πολύ υπερβαίνει τον εσωτερικό, καλλιτεχνικό ρεαλισμό, παραχωρώντας στην εικόνα και το λόγο μια οντότητα κοινωνική. Σε μια εποχή που απαιτείται η εδραίωση της ανθρώπινης ελευθερίας ο Ανεμοδουράς αποδεικνύει τη σχέση ανάμεσα στην άσκησή της και τα σύμβολα. Ως τέτοια σύμβολα μπορούν να θεωρηθούν «οι μικροί ήρωες» του Ανεμοδουρά, μια τέχνη καλή και χρήσιμη που θα συγκινεί και θα επιβάλεται στο πνεύμα, ακολουθώντας το πνεύμα και το γράμμα του ζωγράφου Μπουζιάνη.
Εκείνη την Κυριακή είχε μια βαριά συννεφιά. Η Θεσσαλονίκη μες στις ομίχλες και τους νωθρούς, πρωινούς ατμούς. Σταθήκαμε έξω από το μαγαζί και μύριζε θάλασσα και τρυφερό χορτάρι. Δυο μετέωρα φορτηγά χάραζαν αργά τις πορείες τους στο βάθος του Θερμαίκού και ήταν οι φωτισμοί τους μόνο που διακρίνονταν. Κανείς δεν μιλούσε και είμαστε λυπημένοι. Το σκυφτό πλήθος μας προσπέρασε, χάθηκε μες στα νερά. Ήταν Χριστοί από την Ιεριχώ, την Ελασσόνα και την Αθήνα που έκαναν τα πρωινά τους θαύματα. Κοιταχτήκαμε και δεν μιλήσαμε γιατί είναι ώρες που το παραμύθι και τ΄όνειρο αποκτούν μια ίδια, απαράλλαχτη εικονοποιία.Εκείνο τον Απρίλη δεν συλλογιστήκαμε ούτε στιγμή την επιτάφια Άνοιξη, το πένθος και και την ανανέωση του κόσμου. Γράφαμε «σιωπή» σε όλους τους τοίχους, στα χώματα, τις ομίχλες, , γράφαμε «σιωπή» σε όλους τους δρόμους, πάνω στα πλοία, οι συχνότητές μας «σιωπή» εμπρός στα νερά και τους λιμένες, «σιωπή» γραμμένη στα ντεπώ, πάνω στα δοκάρια της μακριάς μας νύχτας με τους τριγμούς, τη βουλιμία και την έλξη του. «Σιωπή» γράφαμε πάνω στα άμφια της καινούριας μέρας, σαν ζαχαρένιες κούκλες γράφαμε μονάχα «σιωπή» πάνω στα μάρμαρα και τις πλατείες, στα λευκά από τις προσευχές αγάλματα των ναών. «Σιωπή» στους κήπους της Πηνελόπης και σ΄όλο τον κόσμο. «Σιωπή.» Η Κατερίνα ήταν ένα θαύμα εφηβικών χειμώνων. Συμφωνήσαμε να αφήσουμε μπουκάλια με μηνύματα στο πέλαγο.Έπειτα ορκιστήκαμε στους θεούς, παραβλέψαμε τις ατέλειες και τα λάθη τους. Είπαμε θα σώσουμε τ΄αρχαία στρώματα ετούτου του τόπου. Χαθήκαμε μες στην ομίχλη. Τώρα τα πλοία βυθίζονταν και κατακόκκινες ξανοίγονταν οι αποθήκες και τα στρατόπεδα. Έκανε κρύο πολύ και η Κυριακή μας συννεφιασμένη. Θα΄ρχονταν χρόνια απέραστα. Έπειτα μπήκαν στην πόλη και χωριστήκαμε. Γίναμε ήρωες μικροί, Καρδιές αγωνιστικές, πληθυντικές.




12.- Ομιλία Καθηγήτη κ.Σ Καργάκου κατά την τελετή απονομής Αναμνηστικού Μεταλλίου και Τιμητικού Διπλώματος, στους επιζώντες πολεμιστές στις επιχειρήσεις των περιόδων 1940-45 (Αλβανία, Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη, Κρήτη, Βόρεια Αφρική,
Ο Βίκτωρ Ουγκώ σε μία ευτυχισμένη ποιητική του στιγμή είχε γράψει το στίχο: «Δεν γνωρίζω πια τ' όνομα μου• ονομάζομαι πατρίς». Κάθε φορά που το χρέος μας καλεί να τιμήσουμε αυτούς που έγιναν προσφορά θυσίας, με την απώλεια της ζωής ή της σωματικής αρτιμελείας, πρέπει να ενθυμούμαστε τους λόγους μεγάλων ανδρών, διότι μόνον αυτών η φωνή μπορεί να υψωθεί ως το οριακό σημείο, στο οποίο καταλήγει «ο τραχύς και δύσκολος της αρετής δρόμος», προς τον οποίο «πετάουν» μόνο τα γόνατα ανδρών γενναίων, όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος.
Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης. Αλλά αν εξαλειφθεί από τους λαούς η μνήμη, τότε θα μοιάζουν με ασθενείς που πάσχουν από αμνησία. Δεν θα γνωρίζουν από πού έρχονται κι από ποιους προέρχονται, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν που βρίσκονται και προς τα πού πορεύονται. Άν σβήσουμε το παρελθόν, πρόσφατο και παλαιό, θα ζήσομε σ' ένα ακατοίκητο μέλλον'. Έχει πει μεγάλος μας ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης, την ακόλουθη διδακτική για μας φράση: «Σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον κι είναι θλιβερή πια η ζωή, που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι»!
Από την άποψη αυτή είναι άξιες επαίνου οι Στρατιωτικές μας Σχολές και η πολιτική ηγεσία τους που δεν λησμονούν να τιμούν τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα, να τιμούν τους επιζώντες παλαιμάχους και να συντηρούν το ευγενές στρατιωτικό πνεύμα, που για μας δεν ήταν ποτέ μιλιταρισμός αλλά πάθος προασπιστικό της εδαφικής μας ακεραιότητας, πόθος προασπιστικός της ειρήνης και σε παλαιότερους καιρούς πόθος απελευθερωτικός των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Δεν παραβλέπω συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις που καθορίζονταν από συμμαχικές υποχρεώσεις ή δεσμεύσεις. Αλλά σε γενικές γραμμές ο ελληνικός στρατός δεν πήγε αλλού παρά σε εδάφη στα οποία υπήρχε από αρχαιοτάτης εποχής εδραία εθνολογική βάση. 
Τον πόλεμο του 1940-41 δεν τον προκαλέσαμε εμείς με κάποια δήθεν αφορμή. Απλώς, τον περιμέναμε και είχαμε τουλάχιστον ηθικώς-επαρκώς προετοιμασθεί. Η Ελλάς, εξ αιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής και των εσωτερικών κινημάτων , ήταν ακόμη αιματοβαφής. Οι πρόσφυγες δεν είχαν τελείως αποκατασταθεί. Αυτό που είχε αποκατασταθεί ήταν το εθνικό φρόνημα, το οποίο σε υπέρτατο βαθμό είχε οξυνθεί λόγω της αναίσχυντης συμπεριφοράς των Ιταλών όχι μόνο από τον τορπιλισμό της «Έλλης» και στην προβοκατορική ενέργεια να μας φορτώσουν τη δολοφονία του αρχιτσάμη ληστή Νταούντ Χότζα, αλλά και από την παλαιότερη κατάπτυστη ενέργεια του βομβαρδισμού και της καταλήψεως της Κερκύρας, εν έτη 1923 όταν ο ελληνικός λαός και στρατός ήταν κυριολεκτικά ράκη από το οδυνηρό πλήγμα της Μικρασίας. Το ενδεχόμενο μίας ολοκληρωτικής επιθέσεως του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδος ήταν ορατό και από τυφλούς μετά την απόβαση του ιταλικού στρατού στην Αλβανία στις 7 Απριλίου 1939, δηλαδή πέντε μήνες ενωρίτερα από την επίσημη κήρυξη του μεγαλύτερου πολέμου της Ιστορίας. 
Ως την έσχατη στιγμή ο Μουσολίνι προωθούσε μία θωπευτική, καθησυχαστική πολιτική έναντι της Ελλάδος. Ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι, μετά την επιστροφή του από την Ρώμη στις 12 Σεπτεμβρίου 1939, έφερνε προς το Μεταξά διαβεβαιώσεις του Ιταλού δικτάτορα, ότι η Ιταλία ακόμη και σε περίπτωση εμπλοκής της σε πόλεμο «δεν θα αναλάβει αύτη πρωτοβουλίαν επιχειρήσεων έναντι της Ελλάδος.Ινα δε αποδειχθούν κατά τρόπον συγκεκριμένον τα αισθήματα, από τα οποία εμπνέεται έναντι της Ελλάδος, θα διαταχθεί η οπισθοχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων 20 χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα». Αυτά όμως, όπως θα έλεγε ο Άμλετ, ήσαν «λόγια, λόγια, λόγια». Όπως συχνά έχω γράψει, η προδοσία στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι πάντα θέμα ημερομηνίας. Εξαιρείται η Ελλάς που το μέγα λάθος της-αν το δούμε από την οπτική της realpolitik- είναι ότι ποτέ δεν επρόδωσε σύμμαχο. Και παραμένει σολωμικώτατα, «Πάντοτε ευκολόπιστη και πάντα προδομένη». Και πληγωμένη, εμένα από τα ίδια τα παιδιά της.
......Οι Έλληνες μαχητές του '40 δεν ήσαν προασπιστές του πατρίου εδάφους, όπως έλεγε το πρώτο πολεμικό μας ανακοινωθέν, ήταν εκδικητές της υβριζόμενης Μεγαλόχαρης, της Παντάνασσας και της Περίβλεπτης Παναγιάς, που επί 1500 χρόνια την ψάλλουμε και την θεωρούμε Υπέρμαχο Στρατηγό. Τα νικητήρια στέφανα σκέπασαν και πάλι τις εικόνες της Θεομήτορος και τις κεφαλές των ελλήνων μαχητών, που πολεμώντας κατά κραταιού, με απόλυτη υπεροψία, αντιπάλου κατήγαν τρόπαια εφάμιλλα, ίσως και υπέρτερα των προγονικών. Όλος ο κόσμος στεκόταν τότε εκστατικός. Ύμνοι Πινδάρειοι επλέκοντο τότε για την Ελλάδα από τα χείλη κορυφαίων πολιτικών, στρατιωτικών και πνευματικών ανθρώπων. Ας αφήσουμε πια της μικρότητες για το ποιος είπε το «ΟΧΙ». Το «ΟΧΙ» ήταν όλων: και της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας και σύσσωμου του λαού, πλην ελαχίστων ηττοπαθών. Ας αφήσουμε κατά μέρος τον πρόσφατο επιστημονικό-πολιτικό σκεπτικισμό κάποιων ιστορικών κριτικών για την σκοπιμότητα του «ΟΧΙ». Είναι προσβολή για τους νεκρούς, τους τραυματίες αλλά και για τους λίγους επιζώντες της μεγάλης εκείνης εποποιίας να διαχέεται η αντίληψη στην παιδεία μας και στα παιδιά μας πως ένα "ΝΑΙ" θα ήταν συμφερτικό. Για κάποιους, ασφαλώς. Ένα μόνο θα πω: «αν οι εν λόγω κριτικοί ήσαν στη θέση του Μεταξά, είμαι σίγουρος πως θα έλεγαν ναι»......



13.- Αγγελος Τερζάκης "Ελληνική Εποποιία 1940 -1941"
«Ήταν η ώρα 6 όταν oι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία… Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω. Από μακριά τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνoνταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ” όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνα σε μικρές συντροφιές σε ομάδες που ξεκινούσαν για το κέντρο, δεv ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευοφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν,  έφευγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένανιάτα» .

14.- Δοκιμές (απόσπασμα) Γεώργιος Σεφέρης 
«… και στην άλλη άκρη η Ελλάδα, ένας τόπος χωρίς πλούτη, με το φτωχό, τον ανθρώπινο, τον υπερήφανο λαό της, περιμένοντας να ηχήσουν και γι’ αυτήν οι σάλπιγγες ενός πολέμου με πολλά εκατομμύρια εχθρούς, με δισεκατομμύρια τόνους σίδερο, δουλεμένα στα εργοστάσια του θανάτου για την καταστροφή ψυχών και σωμάτων. Και η Ελλάδα πολέμησε, ο ελληνικός λαός πολέμησε, γιατί ένιωθε πως το κρίμα που θα πεφτε πάνω του, αν δεν πολέμουσε, θα ήταν ασήκωτο. Θα μπορούσε να καταποντίσει για πάντα, όχι την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την οικουμένη».

15.- Αγγελος Σικελιανός 
«Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε : μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα! Και ήρτες τέλος Σύ, Μητέρα-Μέρα όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατό τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!.... Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι, στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοκτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως τώρα με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάγχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί».

16.- Αλκη Ζέη "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου" 
27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών. Με οδηγό τους αγαπημένους του ήρωες από την ελληνική ιστορία και την εφηβεία προ των πυλών ο Πέτρος, με την αδελφή του και τους φίλους του, δε διστάζει να πάρει μέρος στην Αντίσταση, έχοντας πάντα για σύνθημα ένα τραγούδι: Πάντα μπροστά μας, για μια καινούρια ζωή... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

17.- Ιωάννα Τσάτσου "Φύλλα Κατοχής" 
Τούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για τη δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου. Πέρασαν περισσότερα από 20 χρόνια και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραξαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί. Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρησή του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον“.

18.- Γεώργιος Θεοτοκάς "Φύλλα Ημερολογίου 1939-1945" 
“Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.

Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα, που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Το μεσημέρι, το αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν”.

Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνονται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους. 

Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα και ξεχνιέμαι. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.

Μετά τους Αμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Γελούν, τραγουδούν, κάνουν σαν παιδιά, που ξεκινούν και πορεύονται σε μια ευχάριστη εκδρομή. Μες το λεωφορείο μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω, για να μην τη δουν.

Φτάνω στο γραφείο και ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτε που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.

Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου, που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο, που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου γεννά κάποια υπερηφάνεια.

Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάζουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνομαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.

Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.

Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνομαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους, που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.

Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνονται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέφυτο πολιτισμό, που απεχθάνεται τη χυδαιότητα. Στις κρίσιμες ώρες οι Ελληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!

Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, τον Δημαρά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους.

Στον δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Οταν φτάνω στο γραφείο, αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο.

Ξαναβγαίνω σε λίγο και συναντώ τον Σαραντίδη και τον Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος συγκρίνει την εορτάσιμη όψη της Αθήνας με την όψη που είχε το Παρίσι τη μέρα που η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο και μιλά για την κατήφεια και τη μελαγχολία των Γάλλων. Υστερα συναντώ τον διπλωμάτη Νικολαρεΐζη, που μόλις έφτασε από το Αργυρόκαστρο, όπου ήταν υποπρόξενος. Μου κάνει λόγο για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ηπειρο, για το χαμηλό ηθικό των Ιταλών, για το εξαίρετο ηθικό των δικών μας. Στον δρόμο ξανά συναγερμός, αντιαεροπορικά πυρά κλπ. Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθώ να διαβάσω Σολωμό, ενώ αντηχεί ξανά συναγερμός. Κλείνω το βιβλίο, αλλά μένω στο δωμάτιό μου και δε συλλογίζομαι να βγω έξω και να προφυλαχτώ. 

Αργότερα περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων, που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά, η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.

Το βράδυ επικράτησε μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί περισσότερα γεγονότα. Στην Πάτρα σκότωσαν τα αεροπλάνα αρκετό κόσμο και εξάλλου έχομε και τη νύχτα μπροστά μας. Αν ζήσομε, θα έχομε να διηγούμαστε ενδιαφέρουσες ιστορίες...”






Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΜΕΤΑΞΙΑ ΚΡΑΛΛΗ "Κάποτε στη Σαλονίκη", εκδ. Ψυχογιός 2016

Με το πρώτο της βιβλίο, μου κίνησε το ενδιαφέρον (και το κέρδισε), με το δεύτερο (και παρά τα αρνητικά σχόλια ότι αποτελούσε αντιγραφή δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς, στοιχείο που δεν με ενόχλησε προσωπικά καθόλου), επανήλθε ακόμα πιο δυναμικά, το τρίτο το βρήκα υποδεέστερο των δύο πρώτων, αν και μου άρεσε, με το τέταρτο όμως βιβλίο της, το οποίο είναι διαφορετικό από τα τρία προηγούμενα, και ανατρέχει σε άλλες εποχές, ιστορικά κρίσιμες, ταραγμένες, δύσκολες για την Ελλάδα, και ουσιαστικά μεταπηδώντας από το σύγχρονο κοινωνικό/αισθηματικό μυθιστόρημα στο κοινωνικο-ιστορικό είδος, η Μ. Κράλλη, αποδεικνύει πλήρως τη συγγραφική της δεινότητα. 
Στηριγμένο σε ιστορική έρευνα, ναι μεν μένει πιστή στο ιστορικό πλαίσιο, τις συνθήκες, τα γεγονότα, την ατμόσφαιρα, τις ταξικές και κοινωνικές διαφορές και ανισότητες, τις προκαταλήψεις αιώνων που προκλήθηκαν από την συμβίωση πολλών και διαφορετικών εθνών (με κυρίαρχο στοιχείο της διαφορετικότητας, τη θρησκεία, ως συνεκτικό παράγοντα των ομόθρησκων σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και προσωπικής ζωής, αλλά και τα πολιτικά "πάθη", που την περίοδο του Μεσοπολέμου, όχι μόνο δεν αμβλύνθηκαν, αλλά αντίθετα οξύνθηκαν, με την παρείσφρυση παραγόντων και την επίδραση συγκυριών, που εκτείνονταν πέραν του ελληνικού χώρου) που αναμφίβολα παρουσίαζε η Θεσσαλονίκη εκείνη της περιόδου (τόσο μεσοπολεμικά και κατά την γερμανική κατοχή), χωρίς όμως να επιβαρύνει με περιττά στοιχεία την μυθοπλασία της, αντίθετα μπορώ να πω ότι εντυπωσιάσθηκα από την καίρια επισήμανση και εύστοχη τοποθέτηση αυτών των στοιχείων στην εξέλιξη της βασικής πλοκής του βιβλίου. 
Το ερωτικό/αισθηματικό ύφος είναι σημαντικό στην αφήγηση, πολύ περισσότερο που αυτή εσιτάζεται στην (σχεδόν) καθολική άρνηση και αμφισβήτηση μίας σχέσης μεταξύ αλλοθρήσκων, στην εξέλιξή της και στην κατάληξή της, αλλά ωστόσο και αυτό το στοιχείο, δεν είναι μονόπλευρο (δηλαδή δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση Χριστίνας και Αλμπέρτο), αφού ο πολυπρόσωπος χαρακτήρας του μυθιστορήματος (και ο όγκος του επίσης), επιτρέπει (κατά κάποιο τρόπο) στον αναγνώστη να γνωρίσει και άλλες σχέσεις, εξίσου δυνατές και έντονες, που εκτυλίσσονται παράλληλα με το κυρίως θέμα. Στα συν του βιβλίου επίσης, οι ζωντανοί διάλογοι, η λιτότητα στην έκφραση και η αποτύπωση χωρίς εξιδανικεύσεις, ή, αντίθετα χωρίς μελοδραματισμούς, του τρόπου αντίδρασης των κατοίκων της πολυφυλετικής Θεσσαλονίκης, στη γερμανική κατοχή, που κυμαίνεται από το φόβο, την αγωνία, την αντίσταση έναντι του κατακτητή με απροσμέτρητο κίνδυνο έως το δοσιλογισμό και την εθελοτυφλία. 
Είχα βέβαια την αίσθηση ότι μία "ελαφρά" ...μονομέρεια υπήρχε, δεν θα αναφέρω τίποτε παραπάνω, διότι είναι καθαρά υποκειμενική η εκτίμησή μου. Τούτο το τελευταίο δεν επηρεάζει καθόλου την άποψή μου για το βιβλίο, το οποίο στο σύνολό του, το βρήκα συναρπαστικό, πολύ περισσότερο που η δημιουργός του αν και παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό (με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει, για την προώθηση των έργων της), ωστόσο δεν δίστασε να δοκιμασθεί σε ένα άλλο είδος, πιο δύσκολο κατά τη γνώμη μου. Δεν θα εκπλαγώ δε καθόλου, αν το "Κάποτε στη Σαλονίκη" έχει και συνέχεια, δεύτερο μέρος δηλαδή, με δεδομένο το γεγονός, ότι ορισμένες ....επιμέρους ιστορίες, έμειναν λίγο "μετέωρες"......Οπως και να έχει πάντως, είναι θετικό και ευοίωνο το γεγονός, ότι η δημιουργός απέδειξε ότι μπορεί και να βελτιώνεται και να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, έχοντας όχι μόνο τις ικανότητες αλλά και την έμπνευση που την καθοδηγεί.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Dinah Jefferies "Η νύφη της Κευλάνης", εκδ. Κλειδάριθμος 2016

Στην αρχή φαινόταν σαν μία μυθιστορία, με αρκετά συνηθισμένη πλοκή ("εξωτική χώρα", κατά προτίμηση αποικιακή, ευρωπαίοι που συμβιώνουν με τους ντόπιους (κατά προτίμηση Βρετανοί), σε έναν συνδυασμό έπαρσης και αλαζονείας, με την εκμετάλλευση αλλά και συνθήκες "ανοχής" εκατέρωθεν...) στην αγγλική λογοτεχνία (μου θύμισε άλλες συγγραφείς με την ίδια θεματολογία, δεν το κρύβω, αλλά έχω μία αδυναμία στην αγγλική λογοτεχνία, ομολογώ). Ωστόσο προχωρώντας στην ανάγνωση της "Νύφης της Κευλάνης", η αλήθεια είναι ότι, χάρη στη συγγραφική φαντασία και ευρηματικότητα (στηριζόμενη όμως σε παράδοξο μεν, πραγματικό περιστατικό δε, όπως αναφέρεται στο τέλος του βιβλίου), και αφού η συγγραφέας, σκιαγραφεί άψογα, λιτά και ρεαλιστικά, τη βασική της ηρωίδα, και κυρίως τις εσωτερικές της συγκρούσεις, οι οποίες της προκαλούν αισθήματα ενοχών, τύψεων, καλλιεργούν αμφιβολίες και γεννούν διλήμματα, τα οποία, ωστόσο παραμένουν ανομολόγητα μέσα από έντονες κρίσεις συνείδησης, λόγω των δικών της επιλογών, τις οποίες στην πορεία αναθεωρεί, έως τη στιγμή που η αλήθεια αποκαλύπτεται, μπορώ να πω ότι, το βρήκα εξαιρετικό. 
Οχι μόνο, διότι, τίποτε δεν αποδίδεται με υπερβολικά δραματικό ή τραγικό τρόπο, το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα (και παρά την κεντρική ιδέα της πλοκής), αφού και το λυρικό στοιχείο της συγγραφέως, περιορίζεται μόνο στις περιγραφές του τοπίου, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, και η ένταση κορυφώνεται προς το τέλος του βιβλίου με τρόπο που διεγείρει ακόμα περισσότερο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά και για έναν άλλο λόγο : τα βιβλία του συγκεκριμένου είδους, πολλές φορές κινούνται μεταξύ δύο στοιχείων, του κοινωνικού και του ιστορικού, με κάποιο από τα δύο, να υπερτερεί του πρώτου, και δεν είναι λίγες οι φορές που τα παρατιθέμενα ιστορικά στοιχεία, είναι περισσότερα από όσα χρειάζονται για την πιστή αποτύπωση του χρονικού, τοπικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, μίας συγκεκριμένης εποχής, εντός της οποίας διαδραματίζεται η πλοκή. 
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την προσωπική μου άποψη, η συγγραφέας κινήθηκε μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων εξαιρετικά ισορροπημένα, αφού, πέτυχε να παρουσιάσει μέσα από τη μυθοπλασία, τις ταξικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις που επικρατούσαν στην αποικιακή Κευλάνη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αναπαριστώντας μεν τις συνθήκες συνοίκησης μεταξύ Βρετανών και αυτοχθόνων αλλά και Ινδών (Ταμίλ) και τις αναμφισβήτητες διαφορές τους ως προς την νοοτροπία, τα ήθη, τα έθιμα, τις συμπεριφορές κλπ. (οι οποίες μερικά χρόνια αργότερα θα οδηγήσουν στην ανεξαρτητοποίηση της, χωρίς όμως η παράθεση αυτή, να αποβαίνει σε βάρος της αφήγησης και του κοινωνικού στοιχείου της εξιστόρησης της. Δικαίως πάντως, έχει πάρει πολύ καλές κριτικές και θα χαρώ ακόμα περισσότερο, να διαβάσω και άλλο αφήγημα της ίδιας, συγγραφέως, αφού καταφανώς με κέρδισε με το συγκεκριμένο της βιβλίο.