Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

ΓΙΩΤΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ "ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ", εκδ. Λιβάνη 2016


"Κινηματογραφική" γραφή με περιγραφές και εικόνες, που αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη, μεταδίδοντας την απόγνωση, την ψυχική ένταση, την νευρικότητα, την ανασφάλεια, τις μεταπτώσεις, τις αλλεπάλληλες σκέψεις της συγγραφικής ηρωίδας, η οποία "αναγκάζεται" (;) να αντιμετωπίσει μετά από πάρα πολλά χρόνια, όχι απλώς μία άβολη ή δυσάρεστη και νοσηρή οικογενειακή κατάσταση, αλλά τις ενοχές της, τα πάθη της, τα λάθη της, τις ηθελημένες ή μη αυταπάτες της, τα μυστικά της και να αποδώσει ;;; δικαιοσύνη, όπως η ίδια νομίζει.....
Με βασικό μοτίβο ένα έγκλημα που έλαβε χώρα πριν τριάντα χρόνια, σε μία μικρή κλειστή επαρχιακή κοινωνία, και του οποίου η εξιχνίαση "απέχει" κυριολεκτικά και μεταφορικά, από την πραγματικότητα, με γρήγορες, διαδοχικές εναλλαγές του "τότε" και του ¨τώρα", σε πρωτοπρόσωπη γραφή, με εκφραστικά μέσα, των οποίων η χρήση αποδεικνύει συγγραφική δεινότητα που αποδίδουν επαρκέστατα αν μη τι άλλο, την αμεσότητα που απαιτεί η αφήγηση, η πλοκή αναπτύσσεται σταδιακά, ως προς τον τον τρόπο που επιλέγει η Εύα να διαχειρισθεί το παρελθόν, με κυνικότητα, σκληρότητα, στοιχεία που αναμφισβήτητα απορρέουν από τον αντισυμβατικό της χαρακτήρα, αλλά δεν επαρκούν για να αποκρύψουν τον τραυματισμένο της ψυχισμό, που η ίδια επιμελώς κρύβει με το προσωπείο της αυτάρκους, επιτυχημένης, αποφασισμένης γυναίκας. 
Η "αναζήτηση" της αλήθειας όμως, κρύβει πολύ περισσότερα από την ουσία της, αφού με τρόπο που συνάδει πλήρως και με το αστυνομικό σκέλος, εξελίσσεται ουσιαστικά, ένα είδος ανελέητης ψυχολογικής καταβύθισης και αναδρομής στο παρελθόν, από το οποίο, όσο και η ίδια η Εύα να επιθυμεί, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκοπεί...., παραμένει έως το τέλος "συνδεδεμένη" μαζί του, αναμετρώμενη μαζί του και με τον ίδιο της τον εαυτό, αιωρούμενη ανάμεσα στο τότε, στο τώρα αλλά και σε προσδοκίες, ανέφικτες και αταίριαστες με τη δική της προσωπικότητα, αναλώμενη σε ψευδαισθήσεις και εμμένοντας τελικά σε αυτές, με νηφάλια μεν σκέψη, επιφανειακά ψύχραιμη και διαυγής, ωστόσο μετέωρη ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική, και αποδίδοντας ή δικαιολογώντας, την αυτοκαταστροφική εν τέλει συμπεριφορά της σε παράγοντες, που δεν εξαρτώνται από ιδιοσυγκρασίες, συναισθηματική ωριμότητα, λογική σκέψη και συγκρότηση, αφού όπως αναφέρει η ίδια προς το τέλος : 
"Ολοι μας είμαστε χημικά στοιχεία, που μπερδεύονται με άλλα, μέσα σε περίπλοκα διαλύματα, με άλλοτε άλλο αποτέλεσμα. Καμιά φορά δεν συμβαίνει τίποτα, καμιά φορά συμβαίνουν αόρατες ζυμώσεις, καμιά φορά προκύπτουν εκρηκτικά μείγματα. Κι όλα αυτά χωρίς κανόνες, χωρίς νόμους, χωρίς έναν μπούσουλα, όπως υπάρχει στη χημεία. Αναμειγνυόμαστε με τυχαιότητα, καίμε ο ένας τον άλλον, τον τροποποιούμε, του αλλάζουμε τη σύσταση, τον εξαφανίζουμε καμιά φορά". 
Είναι μία άποψη απέναντι στη ζωή και αυτή, αν είναι σωστή ή λάθος, άδικη ή δίκαιη, εξαρτάται από όσα τελικά κρύβει στις πιο μύχιες σκέψεις του ο καθένας από εμάς....το τέλος του βιβλίου, προσωπικά, το θεωρώ αμφίσημο και ιδιαίτερα γόνιμο για σκέψεις και προβληματισμούς, για την αλήθεια που δεν είναι πάντα αντικειμενική, αλλά τις περισσότερες φορές "υποκειμενική", και επακόλουθο της ατομικής μας πορείας και θεώρησης απέναντι στα πράγματα. 
Κατέληξα κλείνοντάς το, ότι είναι ένα "έξυπνα" γραμμένο ως προς τη σύλληψή του, αλλά και πολύ ενδιαφέρον, αξιόλογο κοινωνικό μυθιστόρημα, διαφορετικό ως προς την εξέλιξή του και ως προς το τέλος του.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ "ΟΥΡΑΝΟΕΣΣΑ", εκδ. Διόπτρα 2016

Ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο βιβλίο, το οποίο εντυπωσιάζει με τη δυναμική της γραφής του, την έξυπνη πλοκή του, αλλά πρώτα απ’ όλα με τον τίτλο του που προκαλεί ευλόγως αναμφισβήτητο ενδιαφέρον, παραπέμποντας σε ένα παρελθόν, φορτισμένο από μυστήριο και αναπάντητα ερωτηματικά, όπως αρμόζει σε έναν από τους ιερότερους λατρευτικούς χώρους της αρχαίας Ελλάδας. Τα εκφραστικά μέσα τα οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, είναι τα απολύτως απαραίτητα για την δημιουργία της πλοκής, την εξέλιξη της αφήγησης, την απόδοση της ατμόσφαιρας του βιβλίου, και την διατήρηση έως το τέλος, αμείωτου του ενδιαφέροντος. Με στέρεο, θα έλεγα τρόπο, χωρίς υπερβολές που να αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη, με σεβασμό στους μύθους που άρρηκτα συνδέονται με το νησί της Σαμοθράκης, επιτυγχάνεται αρχικά το ύφος και εν συνεχεία, το άψογο αποτέλεσμα.
Στο αποτέλεσμα του βιβλίου, δεν συντελούν όμως μόνο το ύφος του, η λιτότητα που του προσδίδει αξία, αφού δεν υπάρχουν ούτε κενά ούτε ανακρίβειες ως προς τα ιστορικά στοιχεία, η εναλλαγή του παρελθόντος με το παρόν και το χωροχρονικό περιβάλλον, αλλά και η ίδια η σύλληψη της πλοκής, η συγγραφική ευρηματικότητα που διακρίνεται στη σύνδεση των δύο ιστοριών και οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που σκιαγραφούνται με ευαισθησία, ευκρίνεια και οξυδέρκεια, με ρεαλισμό και αμεσότητα και με τέτοιο τρόπο, που προκαλούν με τη σειρά τους την κορύφωση της αναγνωστικής περιέργειας έως το τέλος του. Σκέψεις και συναισθήματα, έντονες καταστάσεις, διλήμματα, ανατροπές, επιφυλάξεις, μίση και πάθη, εμμονές και παραδοξότητες, συνθέτουν το πλαίσιο όπου κινούνται οι ήρωες της «Ουρανόεσσας», από την αρχή έως το τέλος, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές περιγραφές του νησιού, οι οποίες δημιουργούν στον αναγνώστη, την αίσθηση, ότι «μεταφέρθηκε» μαγικά στο «ιερό νησί», και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την ιστορία τους.
Τέλος ένα από τα πολλά θετικά της «Ουρανόεσσας», το οποίο θεωρώ ότι είναι και ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά που καθιστά ένα βιβλίο πραγματικά διαχρονικό, είναι το γεγονός ότι, πέραν της μυθοπλασίας, ωθεί τον αναγνώστη να αναζητήσει ή να εμβαθύνει σε ένα κομμάτι της αρχαίας ιστορίας, στενά συνδεδεμένο με τη Σαμοθράκη, και τη σημασία της, αναφορικά με τα μυστήρια που αιτιολογούν,  όπως προανέφερα, τη θέση της ως κορυφαίου λατρευτικού χώρου εκείνης της εποχής. Γιατί το «ταξίδι» που κάθε συγγραφέας ουσιαστικά μας προσφέρει μέσω των έργων του, δεν πρέπει να τελειώνει με το κλείσιμο του βιβλίου, αλλά να διαρκεί όσο περισσότερο γίνεται και να διατηρείται έντονη η ανάμνησή του, πολύ περισσότερο, όταν εκπληρώνει τις προσδοκίες του αναγνώστη, όσο απαιτητικού και αν είναι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η «Ουρανόεσσα» του Κ. Κρομμύδα συγκαταλέγεται σε αυτή την τελευταία κατηγορία, για όλους εκείνους τους λόγους τους οποίους ανέφερα, αλλά και για όσους τυχόν παρέλειψα, και δικαίως θεωρώ ότι είναι από τα πιο αξιόλογα και συναρπαστικά αφηγήματα του 2016.   
      


ΣΟΦΙΑ ΒΟΙΚΟΥ "ΨΙΘΥΡΟΙ ΤΟΥ ΒΑΡΔΑΡΗ", εκδ. Ψυχογιός 2016

Οι «Ψίθυροι του Βαρδάρη», δεν είναι απλώς ένα βιβλίο που στον τίτλο του φέρει το όνομα του βορειοδυτικού ανέμου, που έχει ταυτιστεί με τη Θεσσαλονίκη, αλλά αποτελεί, μοναδικό και ζηλευτό φόρο τιμής στην πόλη, στο ιδιαίτερο ιστορικό της βάρος, που δικαίως το κατέκτησε με την πολυπολιτισμικότητά της, (πολύ πριν ο χαρακτηρισμός αυτός αποκτήσει άλλη βαρύτητα στην εποχή μας και σε κάποιες περιπτώσεις αρνητικό ορόσημο), ως συμβασιλεύουσα κάποτε και συμπρωτεύουσα σήμερα.
Θα μπορούσε ίσως η Σοφία Βόικου, να αντλήσει απλώς κάποια στοιχεία από την έμπνευση της και να αρκεσθεί στη δυνατή και ανατρεπτική (πολλές φορές) ιστορία της Σοφίας, όπως αυτή αποδίδεται είτε πρωτοπρόσωπα με την μορφή των εξομολογητικών αναμνήσεων προς τη συνονόματη εγγονή της είτε τριτοπρόσωπα, στο χρονικό διάστημα που εκτείνεται από την απελευθέρωση της πόλης το 1912 έως και τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Ωστόσο το βιβλίο της Σοφίας Βόικου, δεν εξαντλείται απλώς στην αφήγηση, και στην ελευθερία της μυθοπλασίας.
Με έναυσμα, την αργοπορημένη και σε κάθε περίπτωση μη αναμενόμενη, «διεκδίκηση» εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, αποζημιώσεων από τους κατοίκους της πόλης, για τους λόγους που η συγγραφέας παραθέτει στον πρόλογο του βιβλίου της, η ιστορία της αγαπημένης της πόλης, ανά τους αιώνες, τόσο γνωστής όσο και άγνωστης στους πολλούς, αποτελεί το ιδανικό κάδρο που «τοποθετεί» την πλοκή, επεξεργάζεται το υλικό της με ιδιαίτερη δεινότητα, εναλλάσσει παρελθόν και παρόν, «μοιράζεται» με εμάς τους αναγνώστες ακόμα και σπάνιο φωτογραφικό υλικό της ίδιας της πόλης, κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τότε που οι αλλαγές στην πληθυσμιακή δομή και στην κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης ήταν ραγδαίες, παραθέτει αποσπάσματα από δημόσια έγγραφα, αποδεικτικά της ταραχώδους πορείας του ίδιου του γενέθλιου της τόπου αλλά και των ανθρώπων που έζησαν εκεί, για να αναδείξει, όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία, δικαιολογούν μία από τις τελευταίες φράσεις του βιβλίου της …. «….Γιατί ήταν μία πόλη-γυναίκα που ήξερε να ερωτεύεται με όλη της την καρδιά, δίνει την ψυχή της χωρίς αντάλλαγμα, να συγχωρεί δίχως κακίες».
Οι «Ψίθυροι του Βαρδάρη» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, στο οποίο, η αναμφισβήτητη «πρωταγωνίστρια» είναι η ίδια η πόλη…. η οποία μας «συστήνεται» χάρη στη συγγραφική έμπνευση από την αρχή (για όσους δεν την γνωρίζουμε τόσο καλά, όπως άλλωστε και εγώ η ίδια, αλλά και για όσους τη γνωρίζουν, ως κάτοικοί της, λόγω των ιστορικών στοιχείων που παρατίθενται, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της αφήγησης), με τον ευρηματικό, σαφώς υπερβατικό, τρόπο, σκιαγράφησης μίας τσιγγάνας, της «Εσρά», η οποία, σιωπηλά και με ιδιαίτερα οξυμμένες αισθήσεις, μακριά από τα ανθρώπινα, κινείται στην υπόγεια πόλη, διασχίζοντας αιώνες ιστορίας, με μίση, πάθη, τραγωδίες, προκαταλήψεις, μύθους και παραδόσεις, που συνθέτουν την ίδια την ψυχή της πόλης…..
Με τρόπο που αποδεικνύει σεβασμό προς την πόλη, την εξέλιξή της και τη θέση της στην ελληνική ιστορία, η Σ. Βόικου, δεν παραλείπει να δημιουργήσει συγγραφικούς χαρακτήρες, στα πρόσωπα των οποίων, αναπαριστάται επιτυχημένα και με ρεαλισμό, η διαμόρφωση μίας ξεχωριστής κοινωνίας, στην οποία, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα (την «παλαιά» Ελλάδα), διαβιούσαν και συγκατοικούσαν, άνθρωποι που αν και ανήκαν σε διαφορετικές φυλές και θρησκείες,  κατάφεραν επί αιώνες να συνυπάρξουν ειρηνικά,  διατηρώντας ήθη, έθιμα, νοοτροπίες, έστω και συγκαταβατικά, ακόμα και σε περιόδους έντασης, πολιτικής αστάθειας και πολεμικών ιαχών, με γνώμονα την αγάπη για την πόλη τους, που έκαστος εξ αυτών, θεωρούσε «δική του», για λόγους και αιτίες, των οποίων οι γενεσιουργές αιτίες, κρύβονται στα βάθη της ιστορίας, αλλά δυστυχώς, θα αποδειχθούν ανεπαρκείς για να διατηρήσουν ακέραιη την πραγματικότητα αυτή….
Θα σταθώ ιδιαίτερα στο κεφάλαιο με τίτλο «Ανταλλαγή», στο οποίο με δραματικότητα, η οποία δεν απέχει πολύ από τις αληθινές και δύσκολες συνθήκες εκείνης της περιόδου, και όσο μπορεί το αίσθημα αυτό να αποδοθεί λογοτεχνικά, διαδραματίζεται και περιγράφεται η ψυχολογική κατάσταση του Σαλί Μπέη, στον οποίο επιβάλλεται, στα πλαίσια της «Ανταλλαγής των πληθυσμών» να αποχωρήσει από την πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και αγάπησε, την πόλη των «προγόνων» του, με συνέπεια να επιλέξει την πιο τραγική έξοδο…..Οι σκέψεις οι οποίες του αποδίδονται με ένταση από τη συγγραφέα, αντανακλούν πολλά από τα συναισθήματα που βίωσαν όλοι όσοι, βρέθηκαν αθέλητα, στη δυσχερή θέση να εγκαταλείψουν προγονικές εστίες, την απόγνωση, την απελπισία, την οδύνη, και κυρίως, την μία και μοναδική αλήθεια, η οποία δεν εξαρτάται  από το θρήσκευμα ή την καταγωγή, αλλά συμπυκνώνεται σε μία και μόνο φράση, ότι «το καλό των κρατών δεν συμβαδίζει πάντοτε και με το «καλό» των ανθρώπων»….
Οι ιστορίες όλων εκείνων, των τόσο διαφορετικών και ετερόκλητων ανθρώπων, των οποίων οι πορείες και οι ζωές διασταυρώνονται και αλληλοεπηρεάζονται, υπογραμμίζουν και αναδεικνύουν καταστάσεις και συναισθήματα που αποτυπώνονται με ιδιαίτερα αληθοφανή τρόπο, σε όλη την αφήγηση…..από την τυφλή πίστη στις παραδόσεις και στο αλάθητο της κάθε φυλής έως την ανάγκη προσαρμογής σε συνθήκες συνεχώς μεταβαλλόμενες και ως εκ τούτου εξόχως ρευστές, από την ματαιοδοξία και την αυταρέσκεια στην μισαλλοδοξία, στον φανατισμό και στην καταπάτηση κάθε ιδεώδους, από το πάθος και τον μονόπλευρο έρωτα στην αληθινή αγάπη, είτε αδελφική είτε ερωτική, στην αυταπάρνηση και στην εγκαρτέρηση, από την απόρριψη και την ανασφάλεια στην ανεπιφύλακτη αποδοχή και στην προσφορά, ένα συνεχώς, εναλλασσόμενο συναισθηματικό καλειδοσκόπιο, το οποίο τονίζει ότι η πόλη με έναν δικό της ιδιόρρυθμο τρόπο, υποδόρια και υποσυνείδητα, επηρέασε και επηρεάζει τις ζωές των δικών της ανθρώπων, τότε και τώρα, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση….. γιατί όπως και στο τέλος του βιβλίου αναφέρεται :
«….Η καρδιά της πόλης συνέχιζε να χτυπά για όλους όσοι είχαν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους και θα συνέχιζε να χτυπά για πολλά χρόνια ακόμα….η Σελανίκ, η Σολούν, η Σαλονίκη, η σημερινή Θεσσαλονίκη, θα συνέχιζε να δέχεται ανθρώπους, φυλές και θρησκείες στους δρόμους, στια πλατείες, στα στενά της. Γιατί ήταν μία πόλη-γυναίκα που ήξερε να ερωτεύεται με όλη της την καρδιά, δίνει την ψυχή της χωρίς αντάλλαγμα, να συγχωρεί δίχως κακίες. ….Φύσηξε Βαρδάρης. Η Εσρά χάθηκε κάτω από την πόλη. Οσο κι αν κόβουν τους παλιούς τους δρόμους, πάντα θα υπάρχουν τρόποι για να φτιάχνεις καινούριους. Οσο η Θεσσαλονίκη θα βλέπει το φως της ημέρας, η καρδιά της υπόγειας πόλης δεν θα σταματήσει να χτυπά….».  


ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ "Αριθμός 11 ή Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα", εκδ. Πόλις 2016


Βιβλίο κοινωνικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό, με δομή που ίσως δεν συναντάται (ή σπάνια) σε αντίστοιχα ελληνικά βιβλία, με πέντε διαφορετικές ιστορίες, που τέμνονται, διασταυρώνονται και περιστρέφονται γύρω από τα θέματα που πραγματεύεται ο συγγραφέας....πολιτική υποκρισία, διαφθορά, απληστία, ρατσισμός, μισαλλοδοξία, η δύναμη των ΜΜΕ, έπαρση, αλαζονεία, κοινωνικές διαφορές, ταξικά χάσματα, όλα τα σαθρά γνωρίσματα της εποχής μας, όπως εξελίσσεται την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, βαθύτατα επηρεασμένη από όσα διαδραματίσθηκαν στα τέλη του προηγούμενου, και όσα αποκαλύπτονται σιγά σιγά, είναι διάχυτα πίσω από τις λέξεις του.....
Ολες οι ιστορίες του, που συναποτελούν τη μυθιστορία του, συνδέονται με τον αριθμό 11, ο οποίος σε κάθε μία από αυτές, "ακολουθεί" κατά κάποιο τρόπο ένα στοιχείο είτε της προσωπικότητας των χαρακτήρων του είτε ακόμα και αντικείμενα (όπως η διαδρομή του λεωφορείου στο Μπέρμιγχαμ της τρίτης ιστορίας, ένα τραπέζι στο επίσημο δείπνο της τέταρτης ιστορίας), για να καταλήξει στην τελευταία ιστορία και πιο μακροσκελή, να συνδεθεί με αριστοτεχνικό τρόπο με τον αριθμό "11" της κατοικίας του Τ. Οσμπορν, (πρ. υπουργού Οικονομικών της Μ. Βρετανίας), και τη φράση του "θα το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί"...  

Με την σπονδυλωτή μορφή της αφήγησης, με την οποία ομολογώ ότι δεν είμαι εξοικειωμένη, και για αυτό το λόγο στην αρχή δυσκολεύθηκα στην προσέγγιση του βιβλίου, ο Κόου καταφέρνει να παρουσιάσει με καυστικό, ρεαλιστικό και κυνικό τρόπο, χρησιμοποιώντας σε υπέρτατο βαθμό τα εκφραστικά μέσα της αλληγορίας, του συμβολισμού και κυρίως της σάτιρας, τόσο την πολιτιστική κατάσταση της Μ. Βρετανίας στην εποχή μας (αλλά και των δυτικών χωρών θα έλεγα γενικότερα) με την αναφορά σε reality shows, σε δημοφιλείς αγγλικές σειρές, σε θεσμοθέτηση βραβείων αμφιβόλου αξίας, όσο και την πολιτική κατάπτωση, που συμπαρασύρει τις ανθρώπινες ζωές, με ανελέητο και μη αναστρέψιμο τρόπο, τις περισσότερες φορές, αλλοιώνοντας την κριτική σκέψη των πολιτών και καθιστώντας αυτούς, άβουλους, άτολμους και μη δυνάμενους να αντιδράσουν, ως όφειλαν (σύμπτωμα πολλών κοινωνιών και όχι μόνο της βρετανικής). 
Μέσα από τις πέντε (όχι και τόσο τελικά) διαφορετικές ιστορίες, ο Κόου με ιδιαίτερα επιδέξιο τρόπο,  "περνά" από τα γοτθικά σκηνικά τρόμου, σε ανεξιχνίαστες (ακόμα και σήμερα) δολοφονίες, στη σκληρότητα και στον κιτρινισμό των ΜΜΕ, στην υποκριτική (πολλές φορές) και μη ειλικρινή, αντιμετώπιση των απόρων, στην υπονόμευση και συνεχώς διαφαινόμενη απαξίωση του κράτους πρόνοιας, στην προσπάθεια εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, στις κοινωνικές διακρίσεις που ακόμα και σήμερα όχι απλώς υφίστανται, αλλά διογκώνονται, τονίζοντας την αντίθεση μεταξύ "εχόντων" και "κατεχόντων", πλούσιων και φτωχών (αν και η φράση "φτωχοποιημένων" θα ήταν ορθότερη κατά τη γνώμη μου), προνομιούχων και μη (σε κάθε μορφή κοινωνικής διαβίωσης), και την αλλοίωση αξιών και ιδεών που τείνει προς την μονιμότητα προς όφελος του κέρδους και της οικονομικής ευρωστίας.  

Οι "ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα", συγκεντρωμένες σε ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό βιβλίο, αναπαριστούν την εποχή μας, τον αιώνα μας, τα θετικά και τα αρνητικά της ατομικής αλλά και της συλλογικής ανάπτυξης, και της οικονομικής ευημερίας, τις οποία θεωρούμε πολλές φορές ως αυτοσκοπούς, ή τις κατατάσσουμε είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα στους στόχους μας, συνδυασμένες πάντα με την κοινωνική καταξίωση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, οι προσδοκίες είναι εύκολα πραγματοποιήσιμες, σε έναν κόσμο, που, όσο κοινότοπο και αν ακούγεται, αλλάζει με ταχείς ρυθμούς, και όχι με σημάδια βελτίωσης, αντιθέτως με "δείκτες" την περιέλευση των ανθρώπων σε μία διαρκώς επιδεινούμενη ρευστότητα, προκαλώντας έντονη ανασφάλεια, αμφισβήτηση κεκτημένων, κατάρρευση δομών και συνεχή "υποτίμηση" των προσωπικών αξιών εκάστου εξ ημών. 
Η σάτιρα μπορεί να παρέχει προσωρικά και μόνο εκτόνωση, να προκαλεί το θυμικό μας, να ταυτίζεται πολλές φορές με τη συλλογική συνείδηση, να ανταποκρίνεται στις πιο μύχιες σκέψεις μεγάλου μέρους της κοινωνίας, αλλά σε καμία περίπτωση ως παθητική στάση, δεν "αποκαθιστά" κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, δεν δύναται και δεν πρέπει να υποκαταστήσει την κριτική μας άποψη και την αμφισβήτηση των πολιτικών αποφάσεων, πράξεων, ενεργειών της εκάστοτε εξουσίας, με οιονδήποτε τρόπο συνάδει με την προσωπικότητά μας και την ατομική μας πορεία, όπως διαμορφώνονται από τις εκάστοτε συνθήκες της ζωής μας.        

Οσα αποκόμισα από την ανάγνωση της αφήγησης του Κόου, εν κατακλείδι (και κατά την σαφώς υποκειμενική μου άποψη) συγκεντρώνονται στον προβληματισμό που εγείρει, όπως αυτός, περιλαμβάνεται στην ακόλουθη χαρακτηριστική φράση, αποδιδόμενη, σε έναν άγνωστο blogger (στην τέταρτη ιστορία), ο οποίος "υιοθετεί" και επεκτείνει τη θεωρία του Φρόυντ "περί γέλιου" : 

"Κάθε φορά που γελάμε με τη δωροδοκία ενός διεφθαρμένου πολιτικού, με την απληστία ενός διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων, με τις κίβδηλες εκρήξεις ενός δεξιού αρθρογράφου, τους επιτρέπουμε να τη γλυτώσουν. Ο θυμός που θα έπρεπε να νιώθουμε ενάντια σ' αυτούς τους ανθρώπους, που διαφορετικά ενδεχομένως να οδηγούσε στη δράση, απελευθερώνεται και διασκορπίζεται με τη μορφή του γέλιου. Και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος να προσφέρεις στο κοινό αυτό που θέλει και αυτό ακριβώς για το οποίο πληρώνει : άλλη μια δικαιολογία για να καθίσει αναπαυτικά και να συνεχίσει τη δική του εγωιστική πορεία χωρίς καμία πραγματική απειλή ή πρόκληση για το πολύτιμο lifestyle του....".   

ΥΓ. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε εμάς (τους Ελληνες) είναι η αλήθεια, παρά το γεγονός, ότι τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας, ακόμα και η σάτιρα θεωρείται υποβολιμιαία και κινούμενη από πολιτικές σκοπιμότητες και καθίσταται αντικείμενο ....κριτικής, στη χώρα που γέννησε τον Αριστοφάνη μεν, αλλά τείνουμε πολλές φορές να το ξεχνάμε, ωστόσο την παράδοση στο συγκεκριμένο είδος (καλώς ή κακώς) κρατά η Βρετανία, τουλάχιστον σε τηλεοπτικό επίπεδο....
  

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΝΙΚΟΣ ΜΗΤΟΥΣΗΣ "Οι κουρελούδες της Αλισάβας", εκδ. Χάρτινη Πόλη, 2014

"....Πρέπει να πονά καμιά φορά η θύμηση, να πονά και να μας ξυπνά απ' τη λήθη που φέρνει η απόσταση, να ξαναζούμε έστω για λίγο την ένταση και μετά να μπορούμε να καταλάβουμε, να δικαιολογήσουμε, να συγχωρήσουμε και πάλι...." 

Ενα συναρπαστικό μυθιστόρημα - ποταμός για την μνήμη, τη λήθη, την ανθρώπινη και διαχρονική ανά τους αιώνες ανάγκη να διατηρήσουμε ακέραιες και ζωντανές τις αναμνήσεις, καλές και κακές, ευχάριστες και δυσάρεστες, απ' όσους πέρασαν από τη ζωή μας, είτε για λίγο είτε για πολύ, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας, και καταλαμβάνουν πάντα ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο κομμάτι της καρδιάς μας.  
Ο τίτλος του βιβλίου είναι και πραγματικός και συμβολικός.....μέσα από τα μάτια του Νικηφόρου, ενός παιδιού δέκα χρονών, σε ένα χωριό της Ξάνθης, τη δεκαετία του 1970, ξεδιπλώνεται η ιστορία της Αλισάβας, από τα μικρά της χρόνια έως και την εγκατάστασή της στην περιοχή, με εναλλαγές μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, χωρίς ωστόσο να χάνεται ο ειρμός ή να υπονομεύεται η ροή της αφήγησης, με παράθεση ιστορικών γεγονότων, η οποία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, ούτε αποβαίνει σε βάρος της μυθοπλασίας, αλλά αντίθετα συντελεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην άρτια δόμηση του χωροχρονικού περιβάλλοντος, όπου τοποθετείται η δράση. Τα εκφραστικά μέσα του συγγραφέα είναι όχι απλώς πλούσια, αλλά ανεξάντλητα θα έλεγα, χρησιμοποιούνται για να "συνδέσουν" κατά κάποιο τρόπο την εξιστόρηση των γεγονότων, των στιγμών και της ζωής των χαρακτήρων του έργου, με τις σκέψεις, τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση τους, και διακρίνονται από λυρισμό, ευαισθησία και οξυδέρκεια, πολύ περισσότερο που δεν γίνεται ιδιαίτερη χρήση διαλόγων. 
Ενα μαγευτικό ταξίδι, γυρισμός και ανάμνηση σε τόπους και μέρη, (στα οποία είτε έζησε η ίδια η αφηγήτρια είτε έζησαν οι δικοί της άνθρωποι), ταραγμένων και κρίσιμων εποχών της ελληνικής ιστορίας, με περιγραφές που αναπαριστούν την τοπική κοινωνία κάθε πόλης, ανάλογα με την εποχή τους, και τον αντίκτυπο της ιστορίας σε κάθε μία από αυτές.... .Ραιδεστός, Κωνσταντινούπολη, Καβάλα, Ξάνθη, Μερσίνα, Κύπρος, Πειραιάς.....  
Μπορεί ο τίτλος του βιβλίου, να αναφέρεται στην Αλισάβα, ωστόσο, είχα την αίσθηση, ότι, εκτός του βασικού συγγραφικού χαρακτήρα της ίδιας, η οποία είναι η αφηγήτρια και εκείνη που εκκινεί το νήμα της επιστροφής στο παρελθόν, με άξονα τη δική της ζωή και της οικογένειάς της, άλλος ένας συγγραφικός χαρακτήρας, σκιαγραφήθηκε πολύ έντονα από το δημιουργό του και απέκτησε ειδικό βάρος στην αφήγηση, καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος αυτής και προσδίδοντας εν τέλει στο όλο έργο, ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, οφειλόμενη αναμφισβήτητα στην προσωπική του πορεία, εξιστορούμενη με δραματικότητα και ρεαλισμό, κινούμενη παράλληλα αλλά και διασταυρούμενη με τις πιο κρίσιμες και τραγικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. 
Ιδιαιτέρως δε, στάθηκα και θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου, η περιγραφή των δεινών που υπέστησαν, υπό βίαιες και απάνθρωπες συνθήκες, οι Ελληνες που "υπηρέτησαν" τα Τάγματα Εργασίας των Τούρκων, τα χρόνια των διωγμών και του αφελληνισμού.  

Οι "κουρελούδες" είναι το "μέσο" με το οποίο η Αλισάβα, συνδέει το παρόν με το παρελθόν, τα τωρινά με τα περασμένα, και ο μικρός Νικηφόρος, το πρόσωπο που αποκτά καταλυτικό ρόλο στη ζωή της, με τυχαίο τρόπο, και της δίνει το έναυσμα, να ξεκινήσει την αφήγηση της ζωής της. Η σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ τους, είναι όχι μόνο σχέση αγάπης,σεβασμού, εκτίμησης και αφοσίωσης μεταξύ δύο ανθρώπων, που ούτε η ηλικία ούτε τα βιώματά τους, θα δικαιολογούσε τέτοια σύνδεση, ακόμα και επαφή, αλλά αμφίδρομη σχέση ζωής, με την Αλισάβα να αποδιώχνει την μοναχικότητα, να καθοδηγεί και να στηρίζει τον μικρό της φίλο, και τον Νικηφόρο να δέχεται την ανεπιφύλακτη αποδοχή, την άδολη αγάπη, και υποσυνείδητα τις συμβουλές και τα λόγια της, διαγράφοντας την δική του πορεία στη ζωή. 
  
Η αλήθεια είναι, ότι στην ελληνική λογοτεχνία, η επιλογή και η τοποθέτηση της πλοκής, σε χρόνους και τόπους άμεσα συνυφασμένους με την ιστορία μας, και την τραγική τις περισσότερες φορές κατάληξη αποφάσεων και πράξεων, που ελήφθησαν και εκτελέσθηκαν ερήμην και σε βάρος της ανθρώπινης ζωής, είναι πολύ συχνή με συνέπεια και η θεματολογία να κινείται αντίστοιχα στα ίδια πλαίσια. 
Η διαπίστωση όμως αυτή, δεν στερεί την αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του συγκεκριμένου βιβλίου, το οποίο με εντυπωσίασε από τις πρώτες του σελίδες, έως το τέλος, χάρη, κυρίως, στη γραφή του και εν συνεχεία στην ενδιαφέρουσα πλοκή του, και του οποίου η ανάγνωση αξίζει, να γίνει με προσήλωση στο λεκτικό πλούτο του δημιουργού της, ο οποίος, με ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο, προσεγγίζει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, την ανάγκη διατήρησης της μνήμης και τις αξίες της συντροφικότητας, της φιλίας και της οικογένειας.    
             

ΑΣΠΑΣΙΑ ΒΛΑΧΟΥ "ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΝΗΝΕΜΙΑ", εκδ. Χάρτινη Πόλη, 2016

Η "Επικίνδυνη Νηνεμία" της Ασπασίας Βλάχου, συνδυάζει αρκετά στοιχεία, από εκείνα που προσδοκούμε όταν επιλέγουμε από πλήθος βιβλίων, τα οποία ανήκουν στο πιο δημοφιλές λογοτεχνικό είδος, εκείνο, της μυθοπλασίας, αναζητώντας όμως (ή ελπίζοντας) πάντα ένα αφήγημα, ενδιαφέρον, τουλάχιστον ως προς την υπόθεσή του και την εξέλιξή του. Ομολογώ, ότι τα δύο αυτά στοιχεία (τουλάχιστον), τα βρήκα και με το παραπάνω στο συγκεκριμένο βιβλίο, η περίληψη του οποίου μου κίνησε την περιέργεια.    
Ξεκινώντας την ιστορία της από ένα μυστηριώδες, όσο και αγωνιώδες γράμμα, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια, την απογοήτευση και τον φόβο, που βιώνουν οι δύο ηρωίδες της, η Αρτεμη και η Ελένη, η Α. Βλάχου για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, οι οποίοι όμως δεν αργούν να "αποκαλυφθούν", αφού οι γενεσιουργές αιτίες της ψυχολογικής κατάστασης των δύο γυναικών, είναι απολύτως αναγκαίες για την μετέπειτα εξέλιξη, μας μεταφέρει στο νησί της Καλύμνου, όπου διαδραματίζεται σχεδόν όλη η αφήγηση. Με φόντο την Κάλυμνο, τις λιτές, εξίσου ζωντανές, αλλά καθόλου ανεπαρκείς περιγραφές του νησιού, και μέσα από μία καταιγιστική πλοκή, με ένταση, αγωνία, σκοτεινές, περίπλοκες και δυσεπίλυτες καταστάσεις, ανατροπές, απρόβλεπτους παράγοντες, αλλά και με το ερωτικό στοιχείο διάχυτο σε όλο το βιβλίο (χωρίς όμως να είναι το κυρίαρχο εις βάρος του συνόλου του έργου της),  και πάντα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εναλλασσόμενη μεταξύ των χαρακτήρων της, η Α.Β. μας παραδίδει ένα αξιοπρεπέστατο, ενδιαφέρον και καλογραμμένο μυθιστόρημα, το οποίο κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή έως το τέλος του, και αξίζει αναμφισβήτητα την ανάγνωσή του.
     

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΑΝΤΟΥ "Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΛΥΤΡΩΝΕΙ ΠΑΝΤΑ", εκδ. Maradel Books, 2016

Τελικά, τα καλά βιβλία, ή, έστω εκείνα που αξίζουν τον αναγνωστικό μας χρόνο, δεν αρκεί να είναι πολυδιαφημισμένα ή γραμμένα από γνωστούς και αγαπητούς συγγραφείς εγνωσμένης αξίας (και "υψηλών" εμπορικών πωλήσεων, αυτή είναι η αλήθεια), αφού στο τέλος αποδεικνύεται πάντα, ότι, όταν υπάρχει έμπνευση και "μεράκι", "βρίσκουν" το δρόμο τους και τυχαίνουν και της καλύτερης και πιο αμερόληπτης "διαφήμισης", αυτής, των ίδιων των αναγνωστών. 
Για το συγκεκριμένο βιβλίο, η αλήθεια είναι ότι αρχικά διάβασα στο διαδίκτυο (και σε αυτόν τον ιστότοπο και στο f.b) τόσα θετικά και επαινετικά σχόλια, που ήταν βέβαιο, ότι κάποια στιγμή θα το κρατούσα στα χέρια μου,με δεδομένο και το γεγονός, ότι μου αρέσει το συγκεκριμένο είδος λογοτεχνίας, όπως και αν χαρακτηρίζεται (αισθηματικό, ρομαντικό κ.ο.κ.) ή αντιμετωπίζεται ή ακόμα και απαξιώνεται. Κλείνοντάς το, μπορώ ειλικρινέστατα να πω, ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους του, που διάβασα τον τελευταίο καιρό, το οποίο όχι μόνο δεν με κούρασε λόγω του όγκου του (800 και πλέον σελίδες...), αλλά, αντίθετα, με καθήλωσε με την πλοκή του, τη σύγχρονη, ανεπιτήδευτη και ρεαλιστική γραφή του, τους έντονους διαλόγους, τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του, τη διείσδυση στην ψυχολογία και εν συνεχεία επαρκή περιγραφή αυτής, τόσο για τους βασικούς χαρακτήρες, όσο και για εκείνους που αν όχι βασικοί, πάντως σημαντικοί για την εξέλιξη της αφήγησης, τα θέματα που θίγει και την έντασή του, η οποία κορυφώνεται σταδιακά, μέσα από αποκαλύψεις, ανατροπές, διλήμματα, ανείπωτα αλλά και ομολογημένα μυστικά. Μπορεί η βασική του ιστορία, να είναι ο σαρωτικός και θυελλώδης έρωτας, δύο νέων ανθρώπων, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, η πορεία του, οι συναισθηματικές και ψυχολογικές ανασφάλειες και μεταπτώσεις που βιώνουν, οι εξωτερικές αλλά και οι βαθύτερες επιδράσεις που δέχονται είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, και αντιμετωπίζουν έως το αίσιο τέλος, ωστόσο, είναι σαφές από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα, χάρη στον τρόπο γραφής του, ότι εκφεύγει του "ρομάντζου", αφού, καταφέρνει να αποτυπώσει με αμεσότητα, ενάργεια και οξυδέρκεια, πλήθος συναισθημάτων και καταστάσεων που αλληλοδιαδέχονται, συγκρούονται, συνυπάρχουν και συνδέονται ακατάλυτα και αναπότρεπτα. Πάθος, εγωισμός, ανασφάλεια, φθόνος, ζήλια, απληστία, υστεροβουλία, απόρριψη και αποδοχή, δολοπλοκίες κινούμενες από νοσηρότητες και εμμονές, αλλά και αστείρευτη αγάπη, άδολη εμπιστοσύνη και αδελφική φιλία. Μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις (δικαίως για εμένα τουλάχιστον), το συνιστώ ανεπιφύλακτα, και είναι φυσικό και επόμενο να περιμένω το επόμενο έργο της συγγραφέως, με το ίδιο (αν όχι περισσότερο) ενδιαφέρον !!!!!


Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

BRENDA REID "ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΟ", εκδ. Διόπτρα

Πάντα διατηρώ μια επιφύλαξη, όταν οι συγγραφείς (έλληνες και ξένοι), σκέφτονται (και δημιουργούν, εννοείται) την ιστορία τους, τοποθετημένη, όχι απλώς σε διαφορετική εποχή και δη προγενέστερη από τη δική τους, αλλά και σε τόπο, στον οποίο είτε δεν έχουν ζήσει ή δεν έχουν καμία απολύτως σχέση είτε και αν τυχόν έχουν ζήσει, είναι δύσκολο να αναπαραστήσουν τις συνθήκες, τις συνήθειες, τα ήθη και την ιδιοσυγκρασία ανθρώπων που ανήκουν στο συγκεκριμένο χωροχρονικό περιβάλλον....δεν το αναφέρω με την έννοια της "απαγόρευσης" (μυθοπλασία είναι άλλωστε), αλλά μετά τη Β. Χίσλοπ, τουλάχιστον προσωπικά δεν θυμάμαι άλλο τόσο επιτυχημένο μυθιστόρημα (εννοώντας το "Νησί" και μόνο, το οποίο και αυτό δέχθηκε αυστηρές κριτικές....) με αυτά τα χαρακτηριστικά....Ωστόσο το "Χωρίς Αντίο" της B. Reid, με εξέπληξε ευχάριστα....μπορεί η γραφή της να μην είναι τόσο περίτεχνη ή να είναι ιδιαιτέρως φειδωλή με τα εκφραστικά μέσα, όμως οι περιγραφές του τόπου, ενός χωριού της Κρήτης, στα χρόνια λίγο πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια αυτού, οι συνθήκες ζωής των κατοίκων, οι στερήσεις σε υλικά αγαθά, που για όσους έζησαν εκείνα τα χρόνια μπορεί να ήταν δύσκολες αλλά όχι αδύνατον να ξεπερασθούν, χάρη στους στενούς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης, οι προκαταλήψεις, τα κοινωνικά στερεότυπα, η θέση της γυναίκας σε σχέση με το οικογενειακό αλλά και κοινωνικό περιβάλλον, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια και ο πόθος για ελευθερία, αρκούν και με το παραπάνω κατά τη γνώμη μου, για να το καταστήσουν πολύ ενδιαφέρον. Η χρήση δε, της κρητικής διαλέκτου, στους διαλόγους του βιβλίου, προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αμεσότητα και αληθοφάνεια στην αναπαράσταση μίας μικρής "κλειστής" κοινωνίας, με όσα αυτή συνεπάγεται, στην οποία, η μία ηρωίδα επιλέγει να ζήσει και η δεύτερη αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, "αναπόσπαστο" μέρος της, χωρίς όμως να αποδέχεται τον τρόπο ζωής που της έχει επιβληθεί, με συνέπεια η αφήγηση να γίνεται και πιο ενδιαφέρουσα, και ο αναγνώστης να μην εστιάζει μόνο στην ερωτική ιστορία που εξελίσσεται, αλλά και στον ηθογραφικό (εν μέρει) χαρακτήρα του βιβλίου. Πάντως είναι βέβαιο, ότι η συγγραφέας αγαπά την Ελλάδα και την Κρήτη, κρίνοντας από τη βιβλιογραφία της, την οποία χρησιμοποίησε με σεβασμό, και πιο προσωπικά, μιλώντας, αισθάνθηκα πολύ "οικεία" με την αφήγησή της, επειδή μάλλον άκουγα και ακούω συχνά τον πατέρα μου, να μου περιγράφει πολλές σκηνές εκείνης της περιόδου, σε εκείνα τα ίδια μέρη χωρίς να διακρίνω διαφορές μεταξύ "αυθεντικού" υλικού και έμπνευσης.... 

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΒΟΥΡΔΟΥΝΗ "ΟΙ ΕΛΑΙΩΝΕΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ", εκδ. Κέδρος 2016

Ο τίτλος του, αν μη τι άλλο ελκυστικός, κινεί την περιέργεια.....η περιγραφή στο οπισθόφυλλο ενδιαφέρουσα.....το πρώτο μυθιστόρημα της Ιφιγένειας Βουρδούνη, αφηγείται την (μία όχι και τόσο συνηθισμένη) ιστορία μίας ελληνικής οικογένειας, εγκατεστημένης στην Κέρκυρα, κατά τη διάρκεια της ξενικής κατοχής.....δεν περιορίζεται όμως στην εξιστόρηση, στο (αρχικά) ιταλοκρατούμενο και εν συνεχεία γερμανοκρατούμενο νησί, αλλά ξεκινά από την Κέρκυρα, επεκτείνεται στην Αθήνα, στην Ευρυτανία, στο Δίστομο, στο Βερολίνο, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πλησιάζοντας στο τέλος, καταλήγει πάλι στην αρχή .....Η αφήγηση μέσα από τις αναμνήσεις του Αργύρη, του μικρότερου γιου της οικογένειας, καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα πέντε ετών, χωρίς η συγγραφέας να παραλείπει σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία όμως χάρη στη σωστή χρήση του μέτρου για την παράθεσή τους, δεν "βαρύνουν" την πλοκή, απλά "προσθέτουν" το κάθε ένα με το δικό του τρόπο, στοιχεία αναγκαία για την διαμόρφωση και εξέλιξη των χαρακτήρων. 
Ομολογώ ότι θα επιθυμούσα λίγο πιο ενδελεχή ανάλυση της προσωπικότητας του Αρη, ο οποίος αναδεικνύεται από την αρχή έως το τέλος, εκείνο το πρόσωπο που μοιραία, καταλυτικά και δραματικά επηρεάζει τις ζωές όλων, από τους γονείς έως και τα αδέλφια του, οι οποίοι, εκτός του άχθους του πολέμου, και όλων των αρνητικών συναισθημάτων που αναπόφευκτα προκαλεί, αντιμετωπίζουν αθέλητα ή ανέχονται ηθελημένα (είναι ιδιαίτερα έντονη η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τρόπους "αντιμετώπισης" σε όλο το βιβλίο και δεν θα αναφέρω τίποτε παραπάνω για αυτό), την απέχθειά του, την οργή του και την εκδικητική του διάθεση. 
Ωστόσο, η άψογη διείσδυση στη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων της (με την ...μικρή επιφύλαξη που ανέφερα, και σε κάθε περίπτωση είναι υποκειμενική), είναι εκείνο το στοιχείο που χαρακτηρίζει επιτυχώς τη συγγραφική γραφή, αφού με επάρκεια αποδίδονται οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, τα διλήμματα, οι αγωνίες, οι προσδοκίες και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων, παράλληλα με όσα αισθήματα βιώνουν από την αρχή ως το τέλος....
...όπως, τον φόβο, την αγωνία, τον πόνο, την απόγνωση, την οργή, την πίκρα, το αίσθημα της απόρριψης, την αγάπη, το πάθος, το φθόνο, το μίσος ....
Ο τίτλος του βιβλίου, αποδεικνύεται εν τέλει συμβολικός, κατά τη δική μου ερμηνεία πάντα....τονίζει την αντίστιξη ανάμεσα στην ηρεμία και στην ψυχική γαλήνη των ειρηνικών καιρών, και των απλών πραγμάτων που έχουμε την τύχη να χαιρόμαστε, απερίσπαστοι από ερωτήματα για τη θνητότητα και το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, και της αγριότητας του πολέμου, πολύ περισσότερο, όταν εξαιτίας του ο άνθρωπος καθίσταται έρμαιο καταστάσεων που δεν μπορεί να ελέγξει και να επηρεάσει και αισθάνεται ευάλωτος, ανασφαλής, και αδύναμος να αντιδράσει, είτε λόγω των συνθηκών είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας. 
Πλησιάζοντας μάλιστα προς το τέλος του βιβλίου, όπου σε μία παράγραφο εμπεριέχεται η φράση "ελαιώνες του Βερολίνου", καταλήγω να πω, ότι εκτός από συμβολικός είναι και επιτυχής τίτλος, πολύ περισσότερο που συνδυάζεται με την αμείωτη κορύφωση του ενδιαφέροντος αναφορικά με την εξέλιξη της ιστορίας, την οποία σε καμία περίπτωση δεν θα χαρακτήριζα εύλογη ή αναμενόμενη.  
Το τέλος του βιβλίου είναι γλυκόπικρο, θα έλεγα, δεν είναι αμιγώς ούτε ευχάριστο αλλά ούτε και δυσάρεστο (μία μονομερής, θα έλεγα, ολοκλήρωση της πλοκής μάλλον θα με ξένιζε), θα το χαρακτήριζα μάλλον ταιριαστό και ανάλογο της δραματικότητας της ιστορίας που διάβασα. 
Για πρώτη συγγραφική εμφάνιση, οι "Ελαιώνες του Βερολίνου", με βεβαιότητα ανταποκρίθηκαν στις δικές μου αναγνωστικές προσδοκίες, και αποτελεί μία ενδιαφέρουσα πρόταση κοινωνικής και ιστορικής μυθιστορίας. 
           

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

ΒΕΡΝΕΡ ΒΑΛΝΤΜΑΝ "Βιρτζίνια Γουλφ, ιδιοφυής και μόνη", εκδ. Μελάνι 2008

Ενδιαφέρουσα βιογραφία, λιτή (ανάλογα με την ειδική βαρύτητα της προσωπικότητας της Γουλφ), συνοπτική, παρουσιάζει την προσωπική διαδρομή και συγγραφική ανέλιξη της Β.Γ. από την παιδική της ηλικία έως και το θάνατό της, τις αναπόφευκτες επιδράσεις του, πάσης φύσεως, περιβάλλοντος της (οικογενειακού, φιλικού, συγγενικού), χωρίς να την εξιδανικεύει, αλλά ούτε και να την απομυθοποιεί...μέσω της διακειμενικότητας, στα επιμέρους κεφάλαια, παρεμβάλλονται αποσπάσματα είτε από βιβλία της ίδιας της Β.Γ., είτε από βιβλία άλλων συγγραφέων και βιογράφων της, τα οποία προσδίδουν αμεσότητα στην αφήγηση και αποδίδουν πιστά τις σκέψεις, τις ιδέες, την ψυχική κατάσταση, τους προβληματισμούς και τις μεταπτώσεις της, στοιχεία τα οποία, συγκρότησαν και διαμόρφωσαν μία από τις κορυφαίες (και πιο διαχρονικές) συγγραφείς του 20ου αιώνα....

ΕΛΕΝΗ ΔΑΦΝΙΔΗ "Δεν σε είδα, δεν σε ξέρω", εκδ. Ψυχογιός, 2016

Αρκετά καλό, γραμμένο με το γνωστό συγγραφικό ύφος της κ. Δαφνίδη, το οποίο ισορροπεί μεταξύ δύο βασικών στοιχείων : από την μία πλευρά, των χιουμοριστικών σκηνών, οι οποίες είτε περιλαμβάνουν περιγραφές που προκαλούν αβίαστα το γέλιο σε αρκετά σημεία (οι σκηνές της ηρωίδας με τον οδοντίατρο ήταν μακράν οι καλύτερες ως προς αυτό το σημείο), είτε σκέψεις που περιλαμβάνουν αρκετές δόσεις αυτοσαρκασμού, προσδίδοντας αμεσότητα στην αφήγηση και αληθοφάνεια και από την άλλη, μηνυμάτων τα οποία με τρόπο "υποδόριο" διατρέχουν όλη την εξέλιξη της πλοκής του συγκεκριμένου βιβλίου...μηνύματα τα οποία αφορούν το πως μπορούμε να χειριστούμε καλύτερα τις εμμονές μας, τις ιδεοληψίες μας και να ξεπεράσουμε όσα μας ενόχλησαν, μας πλήγωσαν ή μας πίκραναν, χωρίς να χρειάζεται να αναλωνόμαστε σε αρνητικές και κακόβουλες πράξεις και ενέργειες, οι οποίες πολλές φορές, αποδεικνύονται ατελέσφορες και μας βαρύνουν με τις συνέπειές τους, πολύ περισσότερο εμάς τους ίδιους, απ' ότι τους τρίτους (και υπαίτιους...) 

ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑ "Ολέθρια σχέση", εκδ. Διόπτρα 2016

Το πρώτο της βιβλίο που διαβάζω και ομολογώ ότι μου άρεσε και ως θέμα και ως γραφή....ίσως γιατί μέσα από την πλοκή, πραγματεύεται και ένα ζήτημα το οποίο τείνει κατά τη γνώμη μου (και κρίνοντας εκτός από αναγνώστρια και λίγο επαγγελματικά στο σημείο αυτό) να γίνεται με την πάροδο των ετών και την κρίση των οικογενειακών και ηθικών αξιών πολύπλοκο και οδυνηρό, κυρίως για όσα παιδιά, αθέλητα βιώνουν τις συνέπειες ενός διαζυγίου....Ωστόσο είναι ένα ωραίο βιβλίο, σύγχρονο, κοινωνικό, ρεαλιστικό, ασχολείται με θέματα που αφορούν τις δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις,την εξέλιξή τους (που άλλες φορές είναι προβλέψιμη και άλλες απρόβλεπτη, αναλόγως των συνθηκών και της προσωπικότητας που διαμορφώνεται από το οικείο περιβάλλον και επηρεάζεται από παράγοντες που δεν ελέγχονται), την άμβλυνση των διαφορών και την αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας και ισορροπίας, η οποία τελικά δεν είναι ανέφικτη, και πολλές φορές είναι πολύ πιο κοντά από ότι νομίζουμε....

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ "Πλανόδιοι θεριστές", εκδ. Καστανιώτη 2013

Οι «Πλανόδιοι Θεριστές» μπορεί να πρωταγωνιστούν στην αρχή του βιβλίου μόνο, αλλά η συντροφιά αυτών των νέων, που έχουν επιλέξει να ζήσουν και να εργασθούν διαφορετικά, κοντά στη φύση, και σε όσα μπορεί να τους προσφέρει, είτε ατομικά είτε συλλογικά, απομακρυνόμενοι συνειδητά από τις αστικές τους καταβολές, δίνουν και  το «στίγμα».   Αποτελούν σημείο αναφοράς για την Ελένη, την ηρωίδα του βιβλίου, η οποία σιγά σιγά θα αποτινάξει την μοναχικότητά της, θα αναγκασθεί εκ των πραγμάτων να συμβιώσει με ανθρώπους, που με βεβαιότητα δεν περίμενε, να μοιρασθεί την καθημερινότητά της μαζί τους, τις σκέψεις της, και να νιώσει ότι αποτελεί μέρος μιας ιδιότυπης οικογένειας. Οι ήρωες του βιβλίου, διαφορετικοί μεταξύ τους, θα αποδεχθούν, σιγά σιγά, ο ένας τον άλλον, και θα βιώσουν και θα συνειδητοποιήσουν, όχι αμέσως, ούτε εύκολα, αλλά στη διάρκεια της συμβίωσης τους, την ανάγκη της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Αλληγορικό, επίκαιρο, ρεαλιστικό και ποιητικό ταυτόχρονα, μέσα στο κλίμα της δύσκολης εποχής που διανύουμε, της κρίσης των αξιών, των θεσμών και της οικονομικής ανέχειας, το βιβλίο, τελειώνει αισιόδοξα, προτάσσοντας τις αξίες της φιλίας, της συλλογικότητας, της συμπαράστασης, της ανθρωπιάς και της αθωότητας, απέναντι στην αδιαφορία, την ηττοπάθεια, την παραίτηση και την μοναξιά.  Η ίδια η συγγραφέας σε συνέντευξη της, ανέφερε ότι : « Ηθελα συνειδητά να γράψω κάτι αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο, για το πλησίασμα των ετερόκλιτων ανθρώπων, για την αλληλεγγύη των μοναχικών». Και η αλήθεια είναι ότι η Ευγενία Φακίνου, το κατάφερε, με το δικό της μοναδικό τρόπο. 

ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ "Το πορτρέτο της σιωπής", εκδ. Εναστρον

 «…Ότι περισσότερο αναζητούσε στη ζωή του, αυτός, ο τόσο ιδιότυπος άνθρωπος ήταν ακριβώς αυτό. Να βρει τον εαυτό του. Να αποκρυπτογραφήσει τον μυστικό του κώδικα και να νιώσει τη μόνη και αληθινή του ουσία. Δεν ήταν ο ονειροπαρμένος, αλλά ο ονειροπόλος της ζωής. Ενας περιηγητής της αυτογνωσίας. Ο Παυσανίας της σιγής».

Ένα υπέροχα, «διαφορετικό» βιβλίο, που αξίζει να διαβασθεί με προσοχή από την αρχή μέχρι το τέλος του. Το θέμα του, ανθρωποκεντρικό, αγγίζει πολλά θέματα, κοινωνικά, φιλοσοφικά, συναισθηματικά, τη σχέση του ανθρώπου με το θεό, την αναζήτηση του νοήματος της ζωής, προβληματίζει και συγκινεί και πάνω απ’ όλα, προσφέρει αναγνωστική ικανοποίηση. Εξαιρετικές περιγραφές του Αγίου Ορους και της μοναστικής ζωής, της φύσης της αθωνικής χερσονήσου, δοσμένες μέσα και από τη φωτογραφική ματιά της Τέσυς Μπάιλα, οι οποίες μεταφέρουν την μυσταγωγία και την κατάνυξη του περιβάλλοντος, το οποίο επέλεξε ο ήρωας της ο Χριστόφορος, για να νιώσει τη σιωπή, να γίνει κομμάτι της, και να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Διαβάζοντάς το, κατανοείς εν μέρει την επιθυμία, τις σκέψεις και την απόφαση του Χριστόφορου, να αποκοπεί (όχι χωρίς πόνο) από την καθημερινή του ζωή, και να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο προς την αυτογνωσία. Πόσο όμως η απόφαση αυτή μπορεί να επηρεάσει τις ζωές άλλων και πόσο μπορεί να κλονισθεί από την επίγνωση ότι τελικά, είμαστε ένα πολύ μικρό κομμάτι του κόσμου μας, και οι καταστάσεις πολλές φορές μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις βαθύτερες επιθυμίες μας, τις οποίες και μπορεί εν τέλει να ανατρέψουν ;; Όπως ξετυλίγεται στο βιβλίο, η ζωή του Χριστόφορου, η απόφαση του να επιλέξει το δικό του δρόμο,  αποδεικνύεται, εξαιτίας πολλών παραγόντων, δύσκολη, επίπονη, και επώδυνη για τον ίδιο, τα διλήμματα προκύπτουν στην πορεία, αγωνιώδη, απαιτητικά και άμεσα. Απρόσμενο το τέλος και η λύτρωση, νομίζω, όμως ταιριαστό με την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτήρα του ήρωα, σύμφωνο με τις αξίες του και την δική του άποψη για τη ζωή. Τα μηνύματα και τα νοήματα του «Πορτρέτου της Σιωπής» πολλά και τα αποσπάσματα του βιβλίου που διαπερνούν και τη δική μου σκέψη περισσότερα, διάλεξα μόνο ένα ελάχιστο μέρος από το βιβλίο, που συνοψίζει νομίζω, το χαρακτήρα που επέλεξε να σκιαγραφήσει η Τέσυ Μπάιλα για τον ήρωα της και τον προορισμό που ο ίδιος χάραξε για τη ζωή του.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ "Ψίθυροι στις φλόγες", εκδ. Λιβάνη 2014

«Η μοίρα είναι ένα σύνολο ομόκεντρων κύκλων. Οσο κι αν μεγαλώνουν, όσο και αν απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, η αφετηρία είναι πάντα η ίδια. Το ίδιο κέντρο, το ίδιο σημείο στο οποίο στέκεται η βελόνα του διαβήτη…»
Είναι πολύ σημαντικό (και για τον συγγραφέα πρωτίστως, αλλά και για τον αναγνώστη, που είναι ο τελικός αποδέκτης) να νιώθει, κανείς, κλείνοντας κάθε βιβλίο, πολλά και διάφορα συναισθήματα, που δημιουργούνται από την καταβύθιση στις σελίδες του. Οι «Ψίθυροι στις φλόγες», ανταποκρίθηκαν και με το παραπάνω στις προσδοκίες μου, αφού η ανάγνωσή τους δημιούργησε διαφορετικά, αλληλοδιαδεχόμενα συναισθήματα, αντίστοιχα της καταιγιστικής εξέλιξης της πλοκής του. Η ιστορία της Σεμέλης – Σεμίνας, έχει πολλά μηνύματα,  αφορμές για προβληματισμό και θέματα για συζήτηση, που δεν αναλώνονται μόνο στο σήμερα, αλλά είναι διαχρονικά και κυρίως ανθρώπινα. Η αυτονόητη ανάγκη κάθε παιδιού να αισθάνεται ότι αγαπιέται από τον πιο δικό του άνθρωπο στον κόσμο, την μητέρα του, να νιώθει προστατευμένο, αποδεκτό και ασφαλές και οι πληγές της έλλειψης της μητρικής ανιδιοτελούς αγάπης. Ο τρόπος της παιδικής αντίδρασης και ο χρόνος που πρέπει να διανύσει κανείς από την παιδική του ηλικία έως την ενηλικίωση του για να αποδεχθεί τους γονείς του, όχι ως πρότυπα και μάλιστα ιδανικά, αλλά ως ανθρώπους, που αναζητούν τη συντροφικότητα. Πως το ερωτικό πάθος, μπορεί να αποβεί καταστροφικό για έναν άνθρωπο, όταν δεν μπορεί να το χαλιναγωγήσει, και η καρδιά παίρνει τα ηνία από τη λογική και τις κοινωνικές συνθήκες και επιταγές. Το δικαίωμα κάθε γυναίκας, έστω και με το λάθος τρόπο, να διαθέσει την ψυχή της και την καρδιά της όπως επιθυμεί, υπακούοντας σε ορμέμφυτα πάθη, και παρασύροντας τον εαυτό της σε βάθη και λάθη, που δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε συνειδητά ούτε έγκαιρα, και τότε το πάθος μετατρέπεται σε ολέθριο λάθος με απροσμέτρητες συνέπειες.  Η αδελφική αγάπη, η οποία κάποιες φορές, δεν είναι δεδομένη, όταν κυριαρχούν άλλα συναισθήματα, η φιλοδοξία, η απληστία, η αγάπη για το χρήμα και τα υλικά αγαθά, ο φθόνος και η δίψα για δύναμη και εξουσία. Η πατρική αγάπη, αντιμέτωπη με τη συνείδηση και την αναζήτηση της αλήθειας.  Η ανάγκη του ανθρώπου να αποδώσει δικαιοσύνη με τον δικό του τρόπο, όταν η αδικία, ο πόνος, η οδύνη της απώλειας, η απόγνωση και η επαφή με το θάνατο, δίνουν τη θέση τους στο μίσος, στην ανάγκη για εκδίκηση, στην αποστροφή, στο θυμό και στην οργή. Μπορεί ο άνθρωπος, στην πορεία της ζωής του, να αλλάξει πραγματικά χαρακτήρα και προσωπικότητα (να διαμορφώσει ναι, να αλλάξει όμως ;;) συνειδητά, να αλλοιώσει τις αρχές και τις αξίες του, ακόμα και όσα αρνητικά απωθημένα μπορεί να έχει, ή, εν τέλει, στον πυρήνα της ψυχής του, παραμένει ο ίδιος ή η ίδια, και χρειάζεται  καταβύθιση για να αποτινάξει όσα τον βασανίζουν και να αποδεχθεί τελικά τον ίδιο του τον εαυτό ;;  Ένα πολύ δυνατό βιβλίο, με καθηλωτική εξέλιξη, ανατροπές, μυστικά, αιωρούμενα ερωτηματικά, πάθος, ένταση, αγωνία, με εναλλαγές μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, με διεισδυτικότητα στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, και με λυτρωτικό τέλος, διαφορετικό, κατά τη γνώμη μου, για κάθε χαρακτήρα του βιβλίου. Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από την Ευαγγελία Ευσταθίου, και σίγουρα θαύμασα για άλλη μία φορά την έμπνευση, το ταλέντο, τη συγγραφική δεινότητα και την ικανότητά της να μας χαρίζει αλησμόνητα βιβλία. 

ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ "Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι", εκδ. Εναστρον

Ο τίτλος του βιβλίου «Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι» με έντονο το άρωμα της νοσταλγίας μίας άλλης εποχής, είναι συμβολικός, και «προκαλεί» τον αναγνώστη, να μάθει, μέσα από τις σελίδες του, αν τελικά, τα όνειρα, και οι επιθυμίες, «ντελικάτα» πλεγμένα, όπως και οι δαντέλες, με «μεταξωτό νήμα και φαντασία» μπορούν στ’ αλήθεια να πραγματοποιηθούν,  ή, εάν τελικά, η ζωή έχει το δικό της τρόπο να «εξυφαίνει» την προσωπική ιστορία κάθε ανθρώπου.  Πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες και τρεις γενιές, η κάθε μία από τις ηρωίδες, έχει τη δική της «διαδρομή» μέσα στο βιβλίο. Πολυπρόσωπο και πολυδιάστατο, ξεκινώντας από το σήμερα, μοιραζόμαστε μαζί με τη συγγραφέα τις ζωές της Μελίνας, της Βαλασίας, της Λουκίας, της Χρυσής και της Ρηνιώς. Πως όμως οι πέντε αυτές γυναίκες, συνδέονται μεταξύ τους ;; Η αφήγηση ξεκινά με τη Λουκία και τις αναμνήσεις της από το νησί των παιδικών της χρόνων, την αγαπημένη της Ρόδο, την οποία  αναπολεί με εξομολογητική διάθεση προς την Μελίνα, την κόρη της, αλλά πιο πολύ νοσταλγεί τη φιλία της με τη Βαλασία, μία φιλία, που, αποδεικνύεται στην εξέλιξη του βιβλίου, ότι δεν ξεχάσθηκε από καμία τους. Η ζωή όμως κύλησε αλλιώς, για τις δύο παιδικές φίλες, η αθωότητα και η συντροφικότητα των παιδικών τους χρόνων, τα συναισθήματα που μοιράσθηκαν στην τρυφερή τους ηλικία, όσο αυτό ήταν δυνατό και εφικτό, από το προστατευμένο οικογενειακό τους περιβάλλον, είναι ένα «αίνιγμα», αν έχουν όντως διατηρηθεί στο πέρασμα των χρόνων αλώβητα. Η επανασύνδεσή τους, θα αποδείξει εάν η φιλία τους, άντεξε στο χρόνο, και αν μπορούν πραγματικά να μοιρασθούν στην ώριμη πλέον ηλικία τους, γεγονότα, καταστάσεις, περιστατικά και εμπειρίες, που η κάθε μία βίωσε ξεχωριστά, ή, εάν, πολλές φορές η εξιδανίκευση και οι ωραίες αναμνήσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, που είναι πιο δύσκολη, πιο σύνθετη, και η μοναξιά, είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά το χαρακτήρα και την προσωπικότητα, στη διαδρομή του ανθρώπου προς την ωριμότητα. Η αιφνίδια (και για κάποιες από τις ηρωίδες, αναγκαστική λόγω των περιστάσεων) συμβίωση πέντε γυναικών, η κάθε μία με τη δική της προσωπικότητα, δεν θα αποδειχθεί εύκολη. Μυστικά, ψέματα, ή, έστω μισές αλήθειες, πικρίες, παράπονα, εγωισμοί, προσδοκίες και απαιτήσεις, διλήμματα και προβληματισμοί, εμφανίζονται στο προσκήνιο, αλληλοσυγκρούονται, συμπληρώνονται, αλλά και βαρύνουν αποφασιστικά στις ζωές των ηρωίδων. Από τη μία πλευρά, η ζωή της Βαλασίας, φαίνεται να είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της Χρυσής και της Ρηνιώς,  στην εξέλιξη όμως του βιβλίου, οι αποκαλύψεις και οι ανατροπές θα αποδείξουν, ότι η «εικόνα» τις περισσότερες φορές δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα, αντίθετα είναι τελείως διαφορετική. Από την άλλη πλευρά, η ιστορία της Λουκίας και της Βαλασίας, και η αναθέρμανση ;; της φιλίας τους, κυλά παράλληλα, με την αφήγηση της ζωής της Μελίνας, μίας νέας γυναίκας, η οποία καλείται, «εξαναγκασμένη» από τις περιστάσεις, να λάβει κρίσιμες αποφάσεις, είτε για την ίδια είτε για τρίτους. Η Μελίνα, παρά το γεγονός, ότι «μοιάζει» να είναι αναποφάσιστη και ανασφαλής και συναισθηματικά ευάλωτη, όταν πλέον έρθει η στιγμή να ορίσει τη ζωή της εκ νέου, πετώντας τα «περιττά» και αναζητώντας την αλήθεια, θα λειτουργήσει  με ευθυκρισία, ειλικρίνεια, και οξυδέρκεια, με τρόπο καταλυτικό και λυτρωτικό για την ίδια και για όσους την εμπιστεύθηκαν.

Πολυπρόσωπο και πολυδιάστατο, με κύριους άξονες, θέματα διαχρονικά και ανθρώπινα, την αγάπη, τη φιλία, τον αλληλοσεβασμό, την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα, σε αντιδιαστολή με τη μοναξιά, και τα αρνητικά συναισθήματα που πολλές φορές προκαλεί, τον άκρατο εγωισμό, την έλλειψη κατανόησης και την υποκρισία, το τελευταίο βιβλίο της Σέβης Τηλιακού, γραμμένο με αμεσότητα, ρεαλισμό, ζωντάνια, αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και πολλών αναγνώσεων. Οι λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου, σε συνδυασμό με τους προβληματισμούς, τα μηνύματα και τις σκέψεις που γεννά η ανάγνωσή του, του προσδίδουν ακόμη μεγαλύτερο βάρος και αξία, αφού, δεν πρόκειται για απλή εξιστόρηση ή αφήγηση, αλλά για ένα αληθινό ψυχογράφημα του γυναικείου χαρακτήρα, ακόμα και στις πιο δυσδιάκριτες όψεις του, όπως «λειτουργεί» στον πραγματικό «κόσμο». Ένα εξαιρετικό βιβλίο ανθρώπινο, συναισθηματικό, συγκινητικό και πάνω απ’ όλα  αληθινό !!!!!!

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΣΙΝΟΥ "Η γυναίκα των Δελφών" εκδ. Ενάλιος

Ένα ιδιαίτερο βιβλίο, τοποθετημένο χρονικά στα δύσκολα μετεπαναστατικά χρόνια της Ελλάδας, όταν ακόμα δεν είχε παύσει ο απόηχος της εθνεγερσίας και σε ένα περίπλοκο και ταραγμένο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, η χώρα και οι άνθρωποί της, προσπαθούσαν να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα, κινούμενοι μεταξύ του παλαιού και του νέου. Ο τίτλος του βιβλίου προσδιορίζει πλήρως τον τόπο, όπου εξελίσσεται η ιστορία της Πηγής, μίας νέας κοπέλας, μορφωμένης, ανεξάρτητης με τον δικό της τρόπο, την οποία οι κάτοικοι του Καστριού, αντιμετωπίζουν με καχυποψία, αφού η συμπεριφορά της και οι συνήθειές της, υπερβαίνουν την εικόνα της γυναίκας, με βάση τα ήθη και έθιμα της ελληνικής επαρχίας του 19ου αιώνα. 
Η προσωπική ιστορία της Πηγής, ο δεσμός της με τον Δανιήλ, τα πάθη και οι διαφωνίες που η παρουσία της και η συμπεριφορά της ανακινούν, συνδέονται άρρηκτα με την ιστορία του Καστριού, του χωριού, το οποίο είχε κτισθεί στο σημείο, του χώρου των Δελφών, και στο οποίο κυριαρχούν η μορφή του ιερέα Νεόφυτου, οι αντίπαλες ληστρικές συμμορίες, (οι οποίες στη διαδρομή του χρόνου, θα ενσωματωθούν εν μέρει στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις εκείνης της εποχής),  και η άγνοια των κατοίκων του για τον ανεκτίμητο θησαυρό της περιοχής τους, τον οποίο ωστόσο δεν διστάζουν να «χρησιμοποιήσουν» ως υλικό για τα σπίτια τους. Η Ελένη Στασινού, με προσήλωση στις ιστορικές πηγές για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, χρησιμοποιεί για τους διαλόγους, την τοπική διάλεκτο εκείνης της εποχής, όπως αρμόζει σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα και δεν απομακρύνεται καθόλου από τα πραγματικά ιστορικά και τοπικά γεγονότα, τα οποία με δεξιοτεχνία εντάσσει στα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου, και είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών. Εκτός από τα ειλικρινή συγχαρητήρια, η «Γυναίκα των Δελφών», είναι ένα ξεχωριστό ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο συνδυάζει τη μυθοπλασία με την ιστορία, αναφέρεται σε ένα παγκόσμιας πολιτιστικής σημασίας, ιστορικό γεγονός, την ανάδειξη του φημισμένου δελφικού ιερού μέσα από προσπάθειες ετών, δικαίως έτυχε τιμητικής διάκρισης στο εξωτερικό. 

ΡΟΥΛΑ ΣΑΜΑΙΛΙΔΟΥ - ΒΑΚΟΥ "Η γειτονιά των ονείρων", εκδ. Μ. Σιδέρη, 2014

Πετυχημένος τίτλος, για το βιβλίο της Ρούλας Σαμαιλίδου – Βάκου, η οποία, με αφετηρία μία αληθινή ιστορία, ολοκλήρωσε ένα δυνατό μυθιστόρημα. Το βιβλίο δεν είναι απλώς η μεταφορά και η εξιστόρηση μίας αληθινής ιστορίας, αλλά, προκαλεί στον αναγνώστη έντονα συναισθήματα, ανάλογα και αντίστοιχα, με τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, πιστεύω δε προσωπικά, ότι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο, οι περιγραφές του Ρειζντερέ, είναι πλούσιες και ζωντανές, ενώ, τα κεφάλαια που αναφέρονται στις συνθήκες του διωγμού, είναι πολύ παραστατικά, ακριβή και σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε για τις τραγικές καταστάσεις που διαδραματίσθηκαν τότε. 
Όπως και η ίδια η συγγραφέας γράφει, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, οι μνήμες δεν πρέπει να ξεχνιούνται, και πιο πολύ οι μνήμες των απλών ανθρώπων, οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν, υπέφεραν και μάτωσαν, εξαιτίας των αποφάσεων των «μεγάλων», αλλά έμειναν όρθιοι με υπομονή, κουράγιο, ελπίδα και με αξιοπρέπεια πορεύθηκαν στη ζωή τους αναζητώντας αγάπη, ομόνοια, και κατανόηση. Μέσα από την ιστορία του Μανώλη και της Πανανής, και τις αφηγήσεις τους σε πρώτο πρόσωπο, ζούμε τη δική τους οικογενειακή ιστορία, την αγάπη της Πανανής για τον τόπο, όπου μεγάλωσε και γεννήθηκε, και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει, τον πόνο της για την απώλεια των δικών της, τις έντονες αναμνήσεις που κουβαλά έως το τέλος της ζωής της, και την ανείπωτη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες. Με την εξέλιξη της ιστορίας, διακρίνουμε στην Πανανή, όλα τα στοιχεία, τα οποία οι Μικρασιάτες της γενιάς της, μετέφεραν στην καινούρια τους πατρίδα, την αξιοπρέπεια, την περηφάνια, τη θέληση και την αποφασιστικότητα να ριζώσουν και να προκόψουν, ζώντας στη δική της «Γειτονιά των Ονείρων», μία γειτονιά που η ελπίδα και το όνειρο, οι χαρές και οι λύπες μοιράζονταν μεταξύ των ανθρώπων ελεύθερα και με αγάπη. Βλέπουμε τον αγώνα της Πανανής, να μεγαλώσει μόνη της το γιο της, τον Μανώλη, και τη χαρά της για την προσωπική ευτυχία του παιδιού της, η οποία είναι και το κίνητρο να του ζητήσει τη χάρη να επιστρέψει στο Ρειζντερέ, το πατρογονικό χωριό της. Επιθυμία, την οποία ο Μανώλης, τιμά και εκπληρώνει, χωρίς να γνωρίζει τις εξελίξεις που αυτή θα φέρει στη ζωή όλων τους, και τις ανέλπιστες ανατροπές που θα προκαλέσει. Η συγγραφέας, με επιδέξιο χειρισμό της πλοκής, η οποία ρέει, και δεν κουράζει, μας προσφέρει μία ιστορία, η οποία, πραγματικά άξιζε να μεταφερθεί σε βιβλίο, και να γίνουμε κοινωνοί της, και να μοιρασθούμε με τους ήρωες της, την νοσταλγία, την θλίψη, τη συγκίνηση, την ανακούφιση, τις χαρές και τις λύπες τους.

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΠΡΑΝΤΖΙΟΣ "Περί ανέμων και γάτων", εκδ. Ωκεανίδα 2009

Αληθινό, ανθρώπινο, τρυφερό, συγκινητικό, με χιούμορ και καυστικότητα, σε ίσες δόσεις, με χαρακτήρες, κατευθείαν βγαλμένους από την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1950, με τις κοινωνικές της προκαταλήψεις, τα ήθη, τα έθιμα και την άκαμπτη (πολλές φορές) ηθική εκείνης της εποχής. Ο τίτλος του βιβλίου, αρχικά δεν σε προιδεάζει για το περιεχόμενο, κινεί όμως την περιέργεια και σε συνδυασμό με την περιγραφή του στο οπισθόφυλλο, αναρωτήθηκα, εάν και πως οι δύο βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου (η Τσιαμπάρδω και ο παπάς), συνδέουν τις ζωές τους, και αν οι δικές τους επιλογές, επηρεάζουν και τις ζωές τρίτων είτε ηθελημένα είτε όχι.  
Το δεύτερο βιβλίο του Πασχάλη Πράντζιου,  είναι καταρχήν μία εξαιρετική ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας, με τα θετικά και τα αρνητικά της, πολύ περισσότερο, που στην εξέλιξη του βιβλίου, δεν λείπουν οι ιδιωματισμοί της γλώσσας, αντίστοιχοι της εποχής, όπως επίσης και η παράθεση στίχων από τοπικά τραγούδια, και εθίμων της συγκεκριμένης περιοχής, όπου τοποθετείται η ιστορία.
Η αφήγηση της ζωής της «Τσιαμπάρδως», η οποία δέχεται και χαίρεται τη ζωή όπως της έρχεται, είναι αισιόδοξη, δυναμική και πολλές φορές, συμμετέχει είτε φανερά είτε όχι στις ζωές, όσων κινούνται στον περίγυρο της, συγγενών, φίλων, γειτόνων ακόμα και ανθρώπων, που μπορεί να μην τη συμπαθούν, παρακινούμενη είτε από αγάπη είτε από συμπάθεια,  είναι ζωντανή,  άμεση και προσδίδει στο βιβλίο, εκτός του ηθογραφικού στοιχείου του, και έντονα ψυχογραφικό χαρακτήρα.
Σε συνδυασμό δε, με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του βιβλίου και την εξιστόρηση της ζωής τους, (τον παπά Γκίνη, τη Δέσπω, την Μαριγώ, ακόμα και τις τρεις αχώριστες φίλες της Χρυσούλας), το «Περί ανέμων και γάτων»,  κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αφού οι ζωές όλων, μπλέκονται, διασταυρώνονται, συγκρούονται, αλλά αποδεικνύεται τελικά ότι είναι αλληλένδετες. 
Και για να μην αδικήσουμε και τη γάτα, η γάτα της Χρυσούλας, πανταχού παρούσα και με γνώμη και άποψη για όλα, κινείται σε ένα «παράλληλο» σύμπαν με την κυρά της, η οποία δεν την αποχωρίζεται άλλωστε, παρακολουθεί τα πάντα είτε από κοντά είτε από μακριά, έχει τη δική της προσωπικότητα, αφού τίποτε δεν περνά απαρατήρητο ή ασχολίαστο, ακολουθεί το ένστικτό της , κινείται με βάση την περιέργειά της για τα ανθρώπινα, έχει συμπάθειες και αντιπάθειες, και είναι η πιο συμπαθητική γάτα της ελληνικής λογοτεχνίας.

Ένα εξαιρετικό βιβλίο, που κερδίζει τον αναγνώστη, με την πλοκή του, την άριστη δομή του, τον τρόπο γραφής του, δεν κουράζει, αντίθετα μέχρι να φθάσεις στην τελευταία σελίδα, αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι στην ελληνική επαρχία εκείνης της εποχής, την οποία όμως ο συγγραφέας δεν εξιδανικεύει ή εξωραίζει, αλλά την παρουσιάζει στις πραγματικές της διαστάσεις, πάντοτε βέβαια μέσα στα πλαίσια της συγγραφικής σύλληψης. Είμαι βέβαιη, ότι ο Πασχάλης Πράντζιος πάντα θα μας εκπλήσσει ευχάριστα, αφού, αποδεικνύεται σε έναν από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους συγγραφείς μας. 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΣΧΗΣ "Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της", εκδ. Θερμαικός

 «Ο χρόνος κύλησε αγέρωχα και αφέθηκε να κάνει τη δουλειά του όπως αυτός ξέρει. Μετά από τις δύσκολες εποχές, εξαντλημένος και αυτός πια, αποφάσισε να αλλάξει το σκηνικό. Κουράστηκε να απλώνει γκρίζα χρώματα στις ψυχές των ανθρώπων. Απλωσε την παλέτα του και διάλεξε τα πιο φωτεινά του χρώματα και τα μοίρασε σπάταλα. Και ένιωσε και αυτός καλύτερα …».
Η ιστορία της Μυρσίνης, μίας νέας κοπέλας η οποία γλιτώνοντας από τις φλόγες της Σμύρνης, ζει στην Αθήνα του μεσοπολέμου και προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή της, εργαζόμενη αλλά χωρίς την οικογένειά της δίπλα της. Η ηρωίδα θα γνωρίσει τον έρωτα, θα πιστέψει στη δύναμη της αγάπης, αλλά θα δει τα όνειρα και τις ελπίδες της να διαψεύδονται, ωστόσο στις κρίσιμες στιγμές που θα πρέπει να αποφασίσει η ίδια για τη ζωή της και το μέλλον της, με ωριμότητα, περίσκεψη και δύναμη χαρακτήρα θα χαράξει το δικό της δρόμο, με βαρύ τίμημα όμως. Συνοδοιπόροι στην ιστορία της, από την αρχή μέχρι το τέλος, οι δικοί της άνθρωποι, η Αγγέλα, η Μάρω, ο Θεόφιλος, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, οι οποίοι με τη δική τους σοφία και λογική θα τη στηρίξουν και θα είναι κοντά της μέχρι τη στιγμή, που η πορεία της Μυρσίνης θα τη φέρει ξανά κοντά στο παρελθόν της, με το οποίο μπορεί να φαίνεται ότι ήρθε η στιγμή να αναμετρηθεί, αλλά, με μία ευρηματική ανατροπή του συγγραφέα, αντί της αναμέτρησης, η Μυρσίνη βιώνει τη δικαίωση.
Ο τίτλος του βιβλίου «Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της», εκφράζει απολύτως αλληγορικά και αντιπροσωπεύει, όλα τα αισθήματα που η Μυρσίνη βιώνει κατά την εξέλιξη του βιβλίου. Η διαδρομή της Μυρσίνης, δεν δίνεται μόνο από την απλή παράθεση των γεγονότων στη ζωή της, αλλά ο συγγραφέας, με εξαιρετικό τρόπο, μας μεταφέρει τις σκέψεις της, τους προβληματισμούς της, τις αγωνίες της, ανάλογα πάντα με τις καταστάσεις, τις συνθήκες και το περιβάλλον, που κυριαρχούν στη ζωή της. Η ιστορία της Μυρσίνης, γραμμένη με αμεσότητα και ρεαλισμό, συνδυάζεται με τις υπέροχες και ζωντανές περιγραφές της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου, του Πόρου, που μεταφέρουν τον αναγνώστη στα μέρη που έζησε η ηρωίδα και διαδραμάτισαν σημαντικό και καταλυτικό ρόλο στη ζωή της. Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, το οποίο αξίζει το χρόνο και την προσοχή κάθε αναγνώστη. 

ΜΙΤΣΗ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ "Η κυρία με τα μαύρα", εκδ. Τετράγωνο, 2012

Είχα τη χαρά, να διαβάσω μία εξαιρετική βιογραφία της Πηνελόπης Δέλτα, γραμμένη από την ερευνήτρια –ιστορικό Μίτση Πικραμένου (εκδόσεις «Τετράγωνο»), η οποία, κατόπιν μεγάλης έρευνας και μελέτης, (όλη η βιβλιογραφία παρατίθεται εκτενώς) κατάφερε, μέσα από το βιβλίο της, να μεταφέρει, όλη τη ζωή της μεγάλης αυτής Ελληνίδας, και κυρίως να μας τη γνωρίσει καλύτερα.
Δεν είναι γραμμένη σε ύφος βιογραφίας, δηλαδή αφηγηματικό, αλλά σε πρώτο ενικό, στοιχείο που αρχικά με εντυπωσίασε, και μετά μου επέτρεψε να διαβάσω το βιβλίο, ακόμα πιο άνετα, αφού το στοιχείο της αμεσότητας, προσφέρει στον αναγνώστη, κατά την προσωπική μου άποψη, τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα το βιβλίο.
Ένα άλλο στοιχείο που με εντυπωσίασε, μπορώ να πω ακόμα περισσότερο από το πρώτο, είναι ότι σε ενδιάμεσες αναφορές κατά τα κεφάλαια του βιβλίου, και αναφορικά με το συγγραφικό έργο της Πηνελόπης Δέλτα, εμφανίζεται η ίδια η ΠΔ, να παραθέτει στοιχεία για το υπόβαθρο κάθε βιβλίου της (πότε γράφθηκε, κάτω από ποιες συνθήκες, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες του κλπ), σε συνδυασμό με τις κριτικές που αυτό δέχθηκε.
Οσο για την ιστορία της ζωής της Πηνελόπης Δέλτα, η συγγραφέας μας μεταφέρει αριστοτεχνικά στην εποχή και στους τόπους που γεννήθηκε και έζησε, η σπουδαία αυτή Ελληνίδα, την οποία γνωρίζουμε όλοι ως συγγραφέα, και λιγότερο ως άνθρωπο.
Μέσα από το βιβλίο, προσωπικά, έμαθα πολλά και για τη συγγραφέα και για τη γυναίκα Πηνελόπη Δέλτα. Μία γυναίκα με αγάπη για τη ζωή, παθιασμένη αλλά και εξαιρετικά ευαίσθητη. Επηρεασμένη ωστόσο και κυρίως πιεσμένη, από το περιβάλλον της, αναγκάσθηκε να επιλέξει ανάμεσα στην αγάπη της για τον Δραγούμη και για τα παιδιά της, προτιμώντας, το καθήκον προς τους άλλους και βιώνοντας με αφόρητη ένταση τα διλήμματά της, αφού πολλές φορές σκέφθηκε ως λύση την αυτοκτονία, η κατάσταση δε αυτή, για την οποία υπέφερε η ΠΔ, μπορώ να πω, ότι είναι από τις κορυφαίες στιγμές του βιβλίου.  Διάβασα και κατάλαβα, ότι ο Ιων Δραγούμης, ήταν ο άνθρωπος που αφύπνισε πνευματικά την Πηνελόπη Δέλτα, με την οποία μοιράζονταν το «αιώνιο ιδανικό», την πατρίδα, και της έδωσε την ώθηση, έστω και άθελά του, να αρχίσει το συγγραφικό της έργο. Εκτός βέβαια από τη γυναίκα και τη συγγραφέα, με την περιγραφή των τελευταίων ημερών της Πηνελόπης Δέλτα, αναδείχθηκε από τη συγγραφέα και δικαιώθηκε ο χαρακτηρισμός της ΠΔ ως Μεγάλης Ελληνίδας, αφού, έθεσε η ίδια τέλος στη ζωή της, με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, αισθανόμενη αδικία για την επίθεση στη χώρα μας, την οποία λάτρευε, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια και μεγάλο μέρος της ζωής της έζησε στο εξωτερικό. 
 «Εμεινα πάντοτε, έως και το θάνατό μου, πιστή στην αιώνια αγάπη μου, τον Ιωνα Δραγούμη, και στο αιώνιο ιδανικό μου, την πατρίδα μου. Σιωπώντας. Όταν συνειδητοποίησα ότι η μπότα του κατακτητή πατούσε την Αθήνα δεν θέλησα να ζήσω παραπάνω. Είχα άλλωστε ολοκληρώσει τις εκκρεμότητές μου. Εφυγα αφού άφησα ένα τεράστιο έργο, τόσο συγγραφικό, όσο και γενικότερα κοινωνικό, το οποίο περιστρεφόταν πάντοτε στον άξονα «Πίστη, Αγάπη, Πατρίδα». Σχεδόν όσα έγραψα τα εμπνεύσθηκα από την προσωπικότητα και το έργο του παντοτινά αγαπημένου, και όσο ζούσε εκείνος το ήξερε. Είχα ταυτισθεί με τον Ιωνα. Και το έργο μου, κοινωνικό και συγγραφικό, στηριζόταν όλο στο κοινό μας ιδανικό, την πατρίδα μας. Η ζωή μου ολόκληρη σφραγίσθηκε από εκείνον και τα ανώτερα ιδανικά του. Η ανολοκλήρωτη σχέση μας, η αδυναμία μου να επικοινωνώ μαζί του, είχε τις συνέπειές της. Στην πραγματικότητα, από τα τριάντα τέσσερα έως τα εξήντα επτά χρόνια μου, που έφυγα, έζησα με τις τρεις λέξεις, που είχα βάλει να χαράξουν στο δαχτυλίδι του Ιωνα. Κάτι που με είχε ακολουθήσει έως την τελευταία μου πνοή.

«Πίστις, Αγάπη, Πατρίδα»». 

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΠΡΑΝΤΖΙΟΣ "Λιωμένο Μολύβι", εκδ. Ωεκανίδα

 Ο τίτλος του βιβλίου, και η περιγραφή από το οπισθόφυλλό του είναι τα πρώτα που σου κινούν την περιέργεια. Πως τα συγκεκριμένα αντικείμενα (σπασμένα γυαλάκια, ένα άδειο κραγιόν και ένα λιωμένο μολύβι, αρχικά), συνδέονται με την ζωή της Θεώνης, την αρχή, την εξέλιξή της και το μοναχικό και δύσκολο τέλος της ;; Πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, με παράλληλες περιγραφές της ζωής κάθε χαρακτήρα (της Θεώνης, της Μόιρας, του Σολέο, του Ελιο, της Θανάσως κ.α.), οι οποίες συνδέονται υπόγεια για να αναδυθεί στο τέλος, η καταλυτική τους σύνδεση και ο ρόλος τους στην ζωή της Θεώνης. Οι ζωές των κεντρικών χαρακτήρων είναι διαμετρικά αντίθετες, αφού από την μία έχουμε τη Θεώνη, την οποία γνωρίζουμε από την πολύ μικρή της ηλικία έως το τέλος της, ζει έναν μοναδικό έρωτα, αλλά καταδυναστεύεται από την θεία της και τον κυρίαρχο ρόλο που παίζει στη ζωή της (είτε εν γνώσει της είτε εν αγνοία της) και από την άλλη, ανθρώπους άλλης νοοτροπίας, του υπόκοσμου, του περιθωρίου, οι οποίοι όμως γίνονται συμπαθείς από τις περιγραφές του συγγραφέα, λόγω της αυθεντικότητας που τους αποδίδει με τον τρόπο γραφής του. Οι εναλλαγές στις περιγραφές των χαρακτήρων, όχι μόνο δεν δυσκολεύουν την ανάγνωση, αλλά την κάνουν ακόμα πιο ελκυστική, ενώ εναλλάσσεται και η γλώσσα (πιο συναισθηματική για τη Θεώνη, πιο χιουμοριστική, σαρκαστική και ρεαλιστική για το Σολέο, τον Ελιο κλπ,), εξυπηρετώντας πολύ καλά, την εξέλιξη της ιστορίας. Οι αντιθέσεις μεταξύ καλού και κακού, λογικής και παραλογισμού, αγάπης και μίσους, αλλά και τα έντονα συναισθήματα που κάθε ήρωας βιώνει ξεχωριστά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, και εξαρτώμενα σε μεγάλο βαθμό από το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον, κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και καθιστούν το «Λιωμένο Μολύβι» ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Η πλοκή που εξυφαίνει ο συγγραφέας είναι πρωτότυπη και έξυπνη,  οι ιστορίες σε παρασύρουν κυριολεκτικά, ο χειρισμός της γλώσσας είναι άψογος, χωρίς να κουράζει με επαναλήψεις, σε κερδίζει με τη γραφή του, για να δικαιωθεί στο τέλος ο τίτλος του. Σίγουρα πάντως είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, το οποίο αξίζει και να διαβασθεί, αφού, προσφέρει ικανοποίηση και στον πιο απαιτητικό αναγνώστη.