Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΣΟΦΙΑ ΒΟΙΚΟΥ "ΨΙΘΥΡΟΙ ΤΟΥ ΒΑΡΔΑΡΗ", εκδ. Ψυχογιός 2016

Οι «Ψίθυροι του Βαρδάρη», δεν είναι απλώς ένα βιβλίο που στον τίτλο του φέρει το όνομα του βορειοδυτικού ανέμου, που έχει ταυτιστεί με τη Θεσσαλονίκη, αλλά αποτελεί, μοναδικό και ζηλευτό φόρο τιμής στην πόλη, στο ιδιαίτερο ιστορικό της βάρος, που δικαίως το κατέκτησε με την πολυπολιτισμικότητά της, (πολύ πριν ο χαρακτηρισμός αυτός αποκτήσει άλλη βαρύτητα στην εποχή μας και σε κάποιες περιπτώσεις αρνητικό ορόσημο), ως συμβασιλεύουσα κάποτε και συμπρωτεύουσα σήμερα.
Θα μπορούσε ίσως η Σοφία Βόικου, να αντλήσει απλώς κάποια στοιχεία από την έμπνευση της και να αρκεσθεί στη δυνατή και ανατρεπτική (πολλές φορές) ιστορία της Σοφίας, όπως αυτή αποδίδεται είτε πρωτοπρόσωπα με την μορφή των εξομολογητικών αναμνήσεων προς τη συνονόματη εγγονή της είτε τριτοπρόσωπα, στο χρονικό διάστημα που εκτείνεται από την απελευθέρωση της πόλης το 1912 έως και τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Ωστόσο το βιβλίο της Σοφίας Βόικου, δεν εξαντλείται απλώς στην αφήγηση, και στην ελευθερία της μυθοπλασίας.
Με έναυσμα, την αργοπορημένη και σε κάθε περίπτωση μη αναμενόμενη, «διεκδίκηση» εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, αποζημιώσεων από τους κατοίκους της πόλης, για τους λόγους που η συγγραφέας παραθέτει στον πρόλογο του βιβλίου της, η ιστορία της αγαπημένης της πόλης, ανά τους αιώνες, τόσο γνωστής όσο και άγνωστης στους πολλούς, αποτελεί το ιδανικό κάδρο που «τοποθετεί» την πλοκή, επεξεργάζεται το υλικό της με ιδιαίτερη δεινότητα, εναλλάσσει παρελθόν και παρόν, «μοιράζεται» με εμάς τους αναγνώστες ακόμα και σπάνιο φωτογραφικό υλικό της ίδιας της πόλης, κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τότε που οι αλλαγές στην πληθυσμιακή δομή και στην κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης ήταν ραγδαίες, παραθέτει αποσπάσματα από δημόσια έγγραφα, αποδεικτικά της ταραχώδους πορείας του ίδιου του γενέθλιου της τόπου αλλά και των ανθρώπων που έζησαν εκεί, για να αναδείξει, όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία, δικαιολογούν μία από τις τελευταίες φράσεις του βιβλίου της …. «….Γιατί ήταν μία πόλη-γυναίκα που ήξερε να ερωτεύεται με όλη της την καρδιά, δίνει την ψυχή της χωρίς αντάλλαγμα, να συγχωρεί δίχως κακίες».
Οι «Ψίθυροι του Βαρδάρη» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, στο οποίο, η αναμφισβήτητη «πρωταγωνίστρια» είναι η ίδια η πόλη…. η οποία μας «συστήνεται» χάρη στη συγγραφική έμπνευση από την αρχή (για όσους δεν την γνωρίζουμε τόσο καλά, όπως άλλωστε και εγώ η ίδια, αλλά και για όσους τη γνωρίζουν, ως κάτοικοί της, λόγω των ιστορικών στοιχείων που παρατίθενται, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της αφήγησης), με τον ευρηματικό, σαφώς υπερβατικό, τρόπο, σκιαγράφησης μίας τσιγγάνας, της «Εσρά», η οποία, σιωπηλά και με ιδιαίτερα οξυμμένες αισθήσεις, μακριά από τα ανθρώπινα, κινείται στην υπόγεια πόλη, διασχίζοντας αιώνες ιστορίας, με μίση, πάθη, τραγωδίες, προκαταλήψεις, μύθους και παραδόσεις, που συνθέτουν την ίδια την ψυχή της πόλης…..
Με τρόπο που αποδεικνύει σεβασμό προς την πόλη, την εξέλιξή της και τη θέση της στην ελληνική ιστορία, η Σ. Βόικου, δεν παραλείπει να δημιουργήσει συγγραφικούς χαρακτήρες, στα πρόσωπα των οποίων, αναπαριστάται επιτυχημένα και με ρεαλισμό, η διαμόρφωση μίας ξεχωριστής κοινωνίας, στην οποία, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα (την «παλαιά» Ελλάδα), διαβιούσαν και συγκατοικούσαν, άνθρωποι που αν και ανήκαν σε διαφορετικές φυλές και θρησκείες,  κατάφεραν επί αιώνες να συνυπάρξουν ειρηνικά,  διατηρώντας ήθη, έθιμα, νοοτροπίες, έστω και συγκαταβατικά, ακόμα και σε περιόδους έντασης, πολιτικής αστάθειας και πολεμικών ιαχών, με γνώμονα την αγάπη για την πόλη τους, που έκαστος εξ αυτών, θεωρούσε «δική του», για λόγους και αιτίες, των οποίων οι γενεσιουργές αιτίες, κρύβονται στα βάθη της ιστορίας, αλλά δυστυχώς, θα αποδειχθούν ανεπαρκείς για να διατηρήσουν ακέραιη την πραγματικότητα αυτή….
Θα σταθώ ιδιαίτερα στο κεφάλαιο με τίτλο «Ανταλλαγή», στο οποίο με δραματικότητα, η οποία δεν απέχει πολύ από τις αληθινές και δύσκολες συνθήκες εκείνης της περιόδου, και όσο μπορεί το αίσθημα αυτό να αποδοθεί λογοτεχνικά, διαδραματίζεται και περιγράφεται η ψυχολογική κατάσταση του Σαλί Μπέη, στον οποίο επιβάλλεται, στα πλαίσια της «Ανταλλαγής των πληθυσμών» να αποχωρήσει από την πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε και αγάπησε, την πόλη των «προγόνων» του, με συνέπεια να επιλέξει την πιο τραγική έξοδο…..Οι σκέψεις οι οποίες του αποδίδονται με ένταση από τη συγγραφέα, αντανακλούν πολλά από τα συναισθήματα που βίωσαν όλοι όσοι, βρέθηκαν αθέλητα, στη δυσχερή θέση να εγκαταλείψουν προγονικές εστίες, την απόγνωση, την απελπισία, την οδύνη, και κυρίως, την μία και μοναδική αλήθεια, η οποία δεν εξαρτάται  από το θρήσκευμα ή την καταγωγή, αλλά συμπυκνώνεται σε μία και μόνο φράση, ότι «το καλό των κρατών δεν συμβαδίζει πάντοτε και με το «καλό» των ανθρώπων»….
Οι ιστορίες όλων εκείνων, των τόσο διαφορετικών και ετερόκλητων ανθρώπων, των οποίων οι πορείες και οι ζωές διασταυρώνονται και αλληλοεπηρεάζονται, υπογραμμίζουν και αναδεικνύουν καταστάσεις και συναισθήματα που αποτυπώνονται με ιδιαίτερα αληθοφανή τρόπο, σε όλη την αφήγηση…..από την τυφλή πίστη στις παραδόσεις και στο αλάθητο της κάθε φυλής έως την ανάγκη προσαρμογής σε συνθήκες συνεχώς μεταβαλλόμενες και ως εκ τούτου εξόχως ρευστές, από την ματαιοδοξία και την αυταρέσκεια στην μισαλλοδοξία, στον φανατισμό και στην καταπάτηση κάθε ιδεώδους, από το πάθος και τον μονόπλευρο έρωτα στην αληθινή αγάπη, είτε αδελφική είτε ερωτική, στην αυταπάρνηση και στην εγκαρτέρηση, από την απόρριψη και την ανασφάλεια στην ανεπιφύλακτη αποδοχή και στην προσφορά, ένα συνεχώς, εναλλασσόμενο συναισθηματικό καλειδοσκόπιο, το οποίο τονίζει ότι η πόλη με έναν δικό της ιδιόρρυθμο τρόπο, υποδόρια και υποσυνείδητα, επηρέασε και επηρεάζει τις ζωές των δικών της ανθρώπων, τότε και τώρα, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση….. γιατί όπως και στο τέλος του βιβλίου αναφέρεται :
«….Η καρδιά της πόλης συνέχιζε να χτυπά για όλους όσοι είχαν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους και θα συνέχιζε να χτυπά για πολλά χρόνια ακόμα….η Σελανίκ, η Σολούν, η Σαλονίκη, η σημερινή Θεσσαλονίκη, θα συνέχιζε να δέχεται ανθρώπους, φυλές και θρησκείες στους δρόμους, στια πλατείες, στα στενά της. Γιατί ήταν μία πόλη-γυναίκα που ήξερε να ερωτεύεται με όλη της την καρδιά, δίνει την ψυχή της χωρίς αντάλλαγμα, να συγχωρεί δίχως κακίες. ….Φύσηξε Βαρδάρης. Η Εσρά χάθηκε κάτω από την πόλη. Οσο κι αν κόβουν τους παλιούς τους δρόμους, πάντα θα υπάρχουν τρόποι για να φτιάχνεις καινούριους. Οσο η Θεσσαλονίκη θα βλέπει το φως της ημέρας, η καρδιά της υπόγειας πόλης δεν θα σταματήσει να χτυπά….».  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου