Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Στις 6 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται εξήντα ένα χρόνια από τα "Σεπτεμβριανά" της Κωνσταντινούπολης....Θα ανατρέξουμε σε ορισμένα βιβλία ελλήνων συγγραφέων, των οποίων το θέμα άπτεται με εκείνη την ιστορική περίοδο, και με τις τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό της Πόλης ....

1.- Στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη "55» (εκδόσεις Αγρα) διαβάζουμε τις αναμνήσεις της Μαρίκας Σεφέρογλου, αδελφής της γιαγιάς του συγγραφέα, γέννημα θρέμμα της Πόλης και αυτόπτη μάρτυρα των βιαιοτήτων των Τούρκων που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1955. 

Ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα και περιλήψεις : 
(αμέσως μετά την παράθεση παρατίθεται το λινκ της αναδημοσίευσης)  : 

"....Κάτι μαγειρευόταν από καιρό, κάτι ζυμωνόταν σε βάρος μας, που ημέρα με την μέρα φούσκωνε μέσα στα σπλάχνα του τουρκικού λαού. Ο Τύπος με τα πύρινα άρθρα του, το ραδιόφωνο με τις ανθελληνικές εκπομπές του, οι πολιτικοί με τις απειλητικές ρητορείες τους, οι μουεζίνηδες στα κηρύγματα και οι χοτζάδες στους μεντρεσέδες, ο καθένας απ’ το μετερίζι του έκανε την ανοιχτή προπαγάνδα του υπέρ μιας ελεύθερης τουρκικής Κύπρου, και την πιο συγκρατημένη υπέρ μιας Τουρκίας καθαρής και αμόλυντης, δίχως ξένους υπηκόους – αλίμονο, ξένοι εμείς! – και προπάντων χωρίς Ρωμιούς, υποδαυλίζοντας μιαν αδιάπτωτη φλόγα, που χρόνια, καθώς φαίνεται, σιγόκαιγε στο βάθος της ψυχής του πτωχού ιδίως Τούρκου, του νεήλυδος κατοίκου της Βασιλεύουσας, και ζωντάνευε το όνειρο να χαρούν την Κωνσταντινούπολη όπως την ήθελαν , να γίνει – «Ίνσαλλαχ» εύχονταν – επιτέλους δική τους η Σταμπούλ, όταν πλέον τα μέγαρα, τα εστιατόρια, τα καταστήματα και τα βακούφια που ανήκαν στους Ρωμιούς – που όμως αυτοί ήταν που έδιναν και τον τόνο της ακμής της Πόλης-θα περνούσαν στα χέρια τους.
Ένα μήνα πριν είχαν προειδοποιήσει το Πατριαρχείο, στην διένεξη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος για το Κυπριακό, να φροντίσει να εκφράσει φανερά τη στήριξή του υπέρ των τουρκικών απόψεων. Η παραμικρή ιδιωτική ή δημόσια φιλονικία ακόμη και για μηδαμινά, άσχετα και όχι πολιτικά ζητήματα, ανάμεσα σε Τούρκο και Ρωμιό μπορούσε σκοπίμως να προκαλέσει διαστρέβλωση και να οδηγήσει από πλευράς του πρώτου σε μηνυτήρια αναφορά περί δήθεν εξυβρίσεως του κράτους. Προκλήσεις δέχονταν καθημερινώς οι δικοί μας με το τίποτε, καθ’ οδόν, σε χώρες εργασίας, σε καφενεία, σε κέντρα διασκεδάσεως. Μέσα στον περίβολο του Πατριαρχείου, παρόλο που τον τελευταίο καιρό το φύλαγε ενισχυμένη φρουρά της αστυνομίας, έριχναν κάθε τόσο πέτρες, ενώ έσπασαν τα τζάμια Μεγάλης Σχολής, από την πίσω πλευρά, εκεί που βρίσκεται η εκκλησία του Μουχλιού. Εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, όπως η Χουριέτ, η Ντουνιά, η Ουλούς, η Γενί σαμπάχ, πρωτοστάτησαν σε ανθελληνικό οίστρο. Εκτόξευαν απροκάλυπτα ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον της ομογένειας και προετοίμαζαν το έδαφος για τα Γεγονότα. Στη φανατική Τερτζουμάν δημοσιεύτηκε άρθρο στο οποίο το Φανάρι χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό κατάλοιπο του Βυζαντίου», ενώ ο δημοσιογράφος ζητούσε την εκδίωξή του από την Τουρκιά με το αιτιολογικό ότι αποτελεί «προγεφύρωμα μελλοντικών κινδύνων». Η Βατάν έγραψε ότι όχι μόνον η Κύπρος αλλά και η Δυτική Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου ήταν τουρκικά. [σελ. 180-181].....
Το πλάνο δράσης ήταν πολύ έντεχνα μελετημένο στα σκοτεινά επιτελεία. Οι εμπνευστές των προγραφών ήταν καλά κρυμμένοι στα γραφεία τους. Οι πρωτοστατούντες αρχηγοί των ομάδων των Νεοτσετών ήταν έξυπνοι, ηγεμονικές φυσιογνωμίες, στολισμένοι στην πένα. Τα μπουλούκια της ποδηγετούμενης μάζας, οι συμμορίες των εξαθλιωμένων σατανάδων, αποτελούνταν επί το πλείστον από πρόσωπα ρακένδυτα και ελεεινά.
Κατευθύνονται με βία προς την κατηφόρα της λεωφόρου Ταρλαμπάσι. Περνούν τρέχοντας τη δεύτερη γέφυρα του Κερατίου, την Ατατούρκ κιοπρουσού. Φτάνουν στην αγορά του Ουν καπανί (αγορά αλεύρων), αντίκρυ από τη βυζαντινή μονή Παντοκράτορος, στην περιοχή Ζεϊρέκ μολά τζαμί είναι θαμμένοι Κομνηνοί και Παλαιολόγοι αυτοκράτορες, μπορεί να τραβούσαν και προς τα εκεί, να συλήσουν τους τάφους τους, να ξεσπάσουν.
Ανακατεύονται με μιαν άλλη οργισμένη τοπική ομάδα που τραγουδάει εθνικιστικούς ύμνους. Εδώ αρχηγός των διαδηλωτών είναι ένας αξιωματικός. Ξεχωρίζει γιατί επάνω στον πανικό άλλαξε τη στολή του με ρούχα ξέχασε να βγάλει το σακάκι του με τα διακριτικά. Κρατάει ένα μεγάλο χωνί στο δεξί χέρι. Φωνάζει με όλη του την ψυχή: «Ας χτυπήσουν για αντίποινα οι Έλληνες τους Τούρκους της Δυτικής Θράκης. Ας κάψουν ένα τζαμί στην Γκιουμπλουτζίνα (Κομοτηνή). Ας γκρεμίσουν έναν μιναρέ στο Ισκετζέ. Τότε να βάλω κι εγώ φωτιά στο Σκουτάρι, στον Γαλατά, να ρημάξω τις εκκλησίες τους. Οι οπαδοί του τον ακολουθούν. Το αίμα τους έχει ανάψει. Κραδαίνοντας ψηλά τα καδρόνια και τα κοντάρια τους αφήνουν πίσω τις ιαχές μισαλλοδοξίας: «Δεν θα μείνει χριστιανός απόψε σ’ αυτή την πόλη!»
Μα η διαταγή ήταν σαφής. Οι οργανωτές του καταχθόνιου σχεδίου ήθελαν όσο γίνεται λιγότερο αίμα. Για να είναι η πιθανή τιμωρία τους μικρότερη. Απαιτούν διασπορά τρόμου, συντριβή κειμηλίων, καταστροφή οικιών και περιουσιών.
Κάποιοι κόβουν απ’ το μπουλούκι, οργανώνονται στο άψε-σβήσε σαν σε τάγμα εφόδου, θαρρείς και περνούν βιαστικά από ένα φτωχικό δρομάκι. Οι μπουγάδες είναι απλωμένες σε σκοινιά από τη μια μεριά στην άλλη και στάζουν. Μια γριά χανούμισσα βγάζει τα χέρια της από το παράθυρο και φωνάζει επιτακτικά «μπεκλέιν»(περιμένετε). Κάποια νεότερη προσπαθεί να τη τραβήξει προς τα μέσα. Ο μπροστάρης του μπουλουκιού την ακούει. Η Τούρκισσα δείχνει με το δάχτυλο ένα διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο απέναντι απ’ το δικό της. Σταματούν. Χτυπούν με τα σφυριά την εξώπορτα. Την γκρεμίζουν. Ανεβαίνουν να το μαγαρίσουν. Είναι ένα σπίτι αρμένικο. Ένας μεσόκοπος και μια κοπέλα πηδούν βιαστικά, απεγνωσμένα, απ’ το μικρό μπαλκόνι στο λασπωμένο σοκάκι. Ο άντρας τσακίζει το πόδι του το δεξί. Η κοπέλα τα γόνατά της. Δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Πρέπει να είναι πατέρας με κόρη. Έσπασαν οι χριστιανοί τα ποδάρια τους για αν σωθούν και τώρα ποιος ξεύρει, μακάρι να γιάνουν, να μη μείνουν για πάντα ανάπηροι!
Ρημάζουν τώρα τα μαγαζάκια, τα μπακαλικάκια, τα ζαχαροπλαστεία, τα χασάπικα.
– Παλιάνθρωποι, φύγετε από ‘δω! Τι νιώθετε σεις από Πόλη; Η γενιά η δικά μου κατοικεί σ’αυτό τον τόπο από τριακόσια χρόνια πίσω! Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να μας πειράξετε! Τους μαλώνει ένας παππούς που έχει το στραγαλοποιείο κοντά στο αγίασμα της Παναγιάς. Τον πιάνουν από τα πόδια και τον σαβουρντίζουν στις πλάκες του καλντεριμιού. Τον κλοτσούν και τον ποδοπατούν, τον παρατούν εκεί μισοπεθαμένο. Φεύγουν προς τα πάνω. Ανάβουν σουπιά ποτισμένα στην βενζίνη.
Έκαψαν, ρήμαξαν, ξεσπάθωσαν, χόρτασαν και τον δαίμονα της αρπαξιάς και της λαθροχειρίας κι ύστερα το ρίξανε στο τραγούδι. Σκορπίσανε παρέες παρέες και άρχισε το γλέντι. Έτριβαν τα χέρια τους και ξεκαρδισμένοι στα γέλια έλεγαν ο ένας στον άλλο: Ις μπιττί, ις μπιττί. Ύστερα θα πήγανε στα καπηλειά να τα πιούνε. Θα πήγανε στις χανούμισσές τους να το διασκεδάσουν και στο κρεβάτι. Την ώρα που εμείς, τα κουρέλια της Ρωμιοσύνης, νιώθαμε απόβλητοι συνετριμμένοι, προδομένοι, βιασμένοι, μέσα στην ίδια μας την πατρίδα.
Σε ποια σκοτεινή κρυψώνα, σε ποιο αραχνιασμένο σπήλαιο να γεννήθηκαν τέτοια φίδια φαρμακερά! Δεν είναι κρυψώνα, ούτε σπηλιά. Ξεύρω! Η φιδομάνα που τα έφερε στον κόσμο και τα ανάθρεψε για να μας πνίξουν είναι το λεγόμενο «βαθύ κράτος». Μα που να εύρω το δρόμο, πού να εύρω τα όπλα να φτάσω στη φωλιά του; Το «βαθύ κράτος»! Δεν είναι που ρήμαξε την κοινότητά μας, δεν είναι που πότισε με δηλητήριο τις ψυχές τόσων ανθρώπων που μέχρι χθες μοιραζόμασταν την ίδια γη χωρίς φαβατισμούς, είναι που χαράκωσε βαθιά το όμορφο πρόσωπο της Πόλης μας, το σημάδεψε για πάντα και μας γύρισε στο Μεσαίωνα!
Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Σπαράζω μέσα μου. Μαζί με το γρήγορο καρδιοχτύπι αρχίζει η εφίδρωση και το τρέμουλο! Η ζάλη, ο πανικός! Όχι, δεν φοβούμαι. Ελπίζω να νταγιαντώ. Δικαιοσύνη ζητώ, δικαιοσύνη. [σελ. 208-211]


2.- Ιώ Τσοκώνα "Το πέραν των Ελλήνων" (εκδ. Μεταίχμιο)

«Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό και να μην πω το αυτονόητο: Είναι πανέμορφη η Πόλη, είναι πανέμορφο το Πέρα. Βαρύ και ασήκωτο το φορτίο που κουβαλούν. Κάθε γωνιά τους έχει και μια ιστορία, κάθε στενό τους έχει το δικό του μυστικό.
Εδώ και αιώνες γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται διθύραμβοι για το κάλλος της Πόλης, για την αρχοντιά και τη μεγαλοπρέπειά της, για την ιστορία της… Τι μπορεί να προσθέσει κανείς όταν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων και όλων των τεχνών ζωγράφισαν, τραγούδησαν και έγραψαν για κάθε σπιθαμή της, βάζοντας ο καθένας το δικό του λιθαράκι στο μωσαϊκό που τη συνιστά; Αν πρέπει όμως να συμπυκνώσουμε όλα αυτά και θελήσουμε να δώσουμε ένα στίγμα της που να τα συγκεντρώνει όλα, θα καταλήξουμε στο Πέρα. Χωρίς να θέλω να μειώσω την ομορφιά και την αξία καμίας άλλης περιοχής, θεωρώ πως στο Πέρα χτυπούσε και εξακολουθεί να χτυπάει η καρδιά της Πόλης».

3.- Αλέξανδρος Μασσαβέτας "Κωνσταντινούπολη - Η πόλη των απόντων", εκδ. Πατάκη 

Επί οκτώ χρόνια ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας περιηγήθηκε δρόμο δρόμο τις ιστορικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης ξετρυπώνοντας λησμονημένα εκκλησάκια, γκρεμισμένες συναγωγές, βυζαντινές δεξαμενές γεμάτες σκουπίδια και ερείπια μιας ιστορίας πολύ πρόσφατης. Η Πόλη των Απόντων είναι ένα οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη των «άλλων»: των Ελλήνων, των Λεβαντίνων, των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ρώσων. Εκείνων που έζησαν στον τόπο αυτό για χιλιετίες και σφράγισαν το αστικό τοπίο και την κουλτούρα του, αλλά σήμερα λάμπουν πια δια της απουσίας τους. Ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει τον συγγραφέα σε μια σειρά από περιπάτους στην Πόλη, γειτονιά – γειτονιά, αλλά και σε διαδρομές σε περιόδους της ιστορίας της και στο παρελθόν και το παρόν μίας από τις ιστορικές κοινότητές της. Πρόκειται για ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, μία προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας του κοσμοπολιτισμού της Κωνσταντινούπολης, βυζαντινής και οθωμανικής.
Αλλά και για ένα αγώνα απογραφής του τι απομένει στη σημερινή Ιστάνμπουλ των 17 εκατομμυρίων από ένα παρελθόν πολυεθνικό και πολύγλωσσο, που χαρακτήριζε την Πόλη κατά τη μιάμισι χιλιετία κατά την οποία υπήρξε πρωτεύουσα αυτοκρατορική.
Η Πόλη των Απόντων είναι μία μεγαλούπολη όπου η απουσία έχει βάρος ισάξιο με την παρουσία στην αστική ταυτότητα. Δίπλα στη μεγαλούπολη που σφύζει από ζωή και κίνηση λανθάνει η πόλη της μνήμης και τα σιωπηλά μνήματά της. Τη σημερινή Κωνσταντινούπολη τη χαρακτηρίζει η νοσταλγία και το αίσθημα της απώλειας. Κάθε βήμα στις ιστορικές γειτονιές το συνοδεύουν τα αδιάψευστα ίχνη μιας απουσίας. Θλιβερή μαρτυρία εγκατελελειμμένων σπιτιών και ιερών. Σπίτια που τα κατοικούν «άλλοι». Ρημαγμένα νεκροταφεία. Η ανάμνηση ενός παρελθόντος ευτυχέστερου για πολλούς ξυπνά τη νοσταλγία και τη θλίψη. Όχι μόνο στα μέλη των μειονοτικών ομάδων που αφανίστηκαν από το αστικό τοπίο αλλά και στην παλιά αστική τάξη της Πόλης. Αυτή ολοένα και περισσότερο αναπολεί την πολυπολιτισμική μητρόπολη του παρελθόντος που αφανίστηκε τον εικοστό αιώνα. Στην Πόλη των Απόντων ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας συνδέει τον γεμάτο ζωή και ζωντάνια κόσμο του παρόντος των ιστορικών συνοικιών της Πόλης με εκείνον των ιστορικών κατοίκων τους. Έτσι αποκαθιστά τον ιστορικό και κοινωνικό σύνδεσμο σε ένα χάσμα που για τον επισκέπτη μοιάζει, δικαιολογημένα, αγεφύρωτο.
Ταυτόχρονα, όμως, ξεφεύγει από την παγίδα της θρηνωδίας για ένα χαμένο παρελθόν. Παραμερίζοντας τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, παραδίνεται στη μαγεία της σημερινής Πόλης που τον τριγυρίζει. Αφήνεται στη χαρά
της ανακάλυψης, αγαπά τους μικρόκοσμους που συναντά και τους κατοίκους τους, βιώνει την αγωνία του επερχόμενου τέλους τους. Το τέλος έχει, αυτή τη φορά, τη μορφή προγράμματος «αστικής εξυγίανσης» – νέος συρμός, κύμα που σαρώνει την Κωνσταντινούπολη καταστρέφοντας συνοικίες, μνημεία, ζωές, επαγγέλματα και συνήθειες αιώνων.

4.- Ιφιγένεια - Ειρήνη Τέκου "Μνήμες χαμένες στην άμμο", εκδ. Κέδρος 2014

Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, δύο αδελφές χωρίζονται εξαιτίας συνταρακτικών γεγονότων που σημαδεύουν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των περισσότερων Ελλήνων της Πόλης.
Η μία αδελφή, η Άννα, έτοιμη να κάνει το ντεμπούτο της στην όπερα, καταδιώκεται από μια ομάδα Τούρκων και στη συνέχεια βρίσκεται τραυματισμένη σ’ ένα πλοίο με προορισμό τον Πειραιά.
Από το σοκ δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα σχετικά με το παρελθόν της. Μοναδικό της στήριγμα η Ελίζ, μια Aρμένισσα εγκυμονούσα που αναζητά μια καλύτερη τύχη στην ελληνική πρωτεύουσα. Μια νέα ζωή με νέα ταυτότητα αρχίζει για την ηρωίδα στη μεταπολεμική Αθήνα. Η Άννα στα επόμενα χρόνια θα βιώσει απώλειες, θα γνωρίσει τον έρωτα και την καταξίωση.
Η άλλη αδελφή, η Μαρίκα, λόγω των οδυνηρών εμπειριών που είχε εκείνο το απόγευμα, παίρνει αποφάσεις που θα καθορίσουν τη ζωή της. Παντρεύεται έναν Τούρκο, ενώ η καρδιά της είναι δοσμένη σε άλλον άντρα, μόνο και μόνο για να βοηθήσει την οικογένειά της. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι αγνοεί τον πραγματικό χαρακτήρα του συζύγου της και την επικίνδυνη, σκοτεινή πλευρά του.
Δύο γυναίκες, δύο αγαπημένες αδελφές, χωρίζονται και αντιμετωπίζουν μόνες τις προκλήσεις της ζωής. Άραγε θα κατορθώσουν να ξανανταμώσουν; Η μαγεία της Πόλης θα τις ξαναφέρει κοντά ή όσα τις δένουν θα παραμείνουν μνήμες χαμένες στην άμμο;

5.- Λένα Μαντά "Θεανώ, η λύκαινα της Πόλης", εκδ. Ψυχογιός 2006
Κωνσταντινούπολη… Ιστανμπούλ… Βασιλεύουσα…
Με όποιο όνομα κι αν την πεις, μία είναι η Πόλη∙ μαγική, μοναδική, υπέροχη, βαφτισμένη στα μυστήρια της Ανατολής!
Στον τόπο αυτό γεννιέται η Θεανώ. Μια κοπέλα που κουβαλάει μέσα της κάτι από τη μαγεία της Πόλης και κάτι από το ανυπότακτο πνεύμα της. Η Θεανώ θα μεγαλώσει, θ’ αγαπήσει και θα παντρευτεί. Τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, θα βρεθεί μέσα στη δίνη των Σεπτεμβριανών. Μια μαύρη σελίδα στην Ιστορία των Ελλήνων της Πόλης γράφεται με το αίμα πολλών. Θύμα της αγριότητας των Τούρκων και η Θεανώ. Όταν θα συνέλθει, τίποτε δε θα είναι πια όπως παλιά. Μια λύκαινα θα γεννηθεί εκείνο το βράδυ και όποιος από δω κι εμπρός την πλησιάσει για να της κάνει κακό, θα γίνει κομμάτια από τα κοφτερά της δόντια.
Δέκα χρόνια μετά, η Θεανώ θα ζήσει τον εφιάλτη της απέλασης στην Ελλάδα και τον πόνο του ξεριζωμού, και θα έρθει αντιμέτωπη με το ρατσισμό και την καχυποψία. Η λύκαινα θα ξυπνήσει και πάλι, και όσοι έφταιξαν θα πληρώσουν ακριβά. Ή μήπως θα πληρώσουν και αθώοι;
Μια ιστορία για μια γυναίκα που βίωσε την αγάπη και το μίσος, κι έγινε αγρίμι για χάρη των αγαπημένων της.

6.- Μαίρη Μαγουλά "Κύματα του Βοσπόρου", εκδ. Μεταίχμιο 2015
"...Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες ώρες δεν περιγράφεται. Η από καιρό ανθελληνική προπαγάνδα είχε λειτουργήσει. Για τα γεγονότα έλειπε μόνο η αφορμή και τη δημιούργησαν κι αυτή με τη δήθεν τρομοκρατική επίθεση στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη.
Προηγουμένως βέβαια είχαν φροντίσει να μεταφέρουν χιλιάδες φανατισμένους πάμφτωχους Τούρκους από την Ανατολή, εφοδιάζοντάς τους με κάθε λογής επιθετικά εργαλεία. Πλούσιοι προμηθευτές χάρισαν άφθονη κηροζίνη για να βοηθήσουν να ολοκληρωθεί με εμπρησμούς το τρισκατάρατο έργο τους.
Η συγκέντρωση αρχικά έγινε στην πλατεία Ταξίμ, για να καταλήξει σε διαδήλωση. Εξαγριωμένο πλήθος, σωστή λαοθάλασσα, αλαλάζοντας "ανάθεμα στους γκιαούρηδες" και "σπάστε, γκρεμίστε είναι γκιαούρης", πλημμύρισε το Πέρα και τους γύρω δρόμους. Ανακατεμένοι ρακένδυτοι του Κασίμ Πασά με φοιτητές, ακόμα και με δικηγόρους, όπως αποδείχθηκε αργότερα με ευρήματα από την περιοχή - δικηγορικές ταυτότητες που έπεσαν κατά τη φασαρία -, γενάτοι αποθηκευμένο μίσος χρόνος, βρήκαν επιτέλους αφορμή να ξεσπάσουν. Ενα μεγάλο κομμάτι του μίσους που φώλιαζε χρόνια μέσα τους είχε να κάνει με το φθόνο και τη ζήλια για την οικονομική πρόοδο των Ρωμιών. Είχε λειτουργήσει κι εδώ η τουρκική προπαγάνδα πως για τη φτώχεια τους έφταιγαν οι μειονότητες και κυρίως οι Ρωμιοί. Πρώτα όρμησαν και κατέστρεψαν τις βιτρίνες και τις πόρτες των καταστημάτων των ομογενών του Πέρα, ύστερα ένα δεύτερο πλήθος λεηλάτησε και άρπαξε ότι έβρισκε κι ένα τρίτο κατέστρεψε πλήρως ό,τι είχε απομείνει.
Σχεδόν την ίδια ώρα ξεκίνησαν οι βιαιοπραγίες και σε άλλες συνοικίες. Από τη μια άκρη του Βοσπόρου μέχρι τον Αγιο Στέφανο και τα νησιά.
Ολες οι ρωμαίικες κοινότητες έπεσαν θύματα της συμφοράς. Εκκλησιές και φημισμένα σχολειά έπρεπε να πληρώσουν ακριβά όπως και όλοι οι αλλόθρησκοι υπήκοοι της Τουρκικής Δημοκρατίας. ...."

7.- Κωνσταντίνος Κοτάκης "Η υπόσχεση", εκδ. Ωκεανίδα 2013
Σοζ θα πει υπόσχεση...
Πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε.
Όμως οι μνήμες της Πόλης είναι ακόμη ζωντανές. Τα παραμύθια της Μαρίκας όταν τάιζε τον μικρό Θεοκλή αυγά χτυπημένα με ζάχαρη, τα τραπέζια στις γιορτές, οι πολίτικοι μεζέδες, η ανατολίτικη μουσική στο ραδιόφωνο, οι βιτρίνες του Πέραν, τα ψώνια στο τσαρσί. Μνήμες από τότε που οι Ρωμιοί, μετά τους διωγμούς, ξεπουλούσαν τα σπίτια τους για να μεταναστεύσουν στην πατρίδα της καρδιάς τους, στην Αθήνα.
Σήμερα παραμύθια διηγούνται οι ένοικοι της πολυκατοικίας όπου μένει ο Θεοκλής. Οι «κούκλες», όπως τις λέει – άντρες και γυναίκες στο θέατρο μιας Ελλάδας που ξαναζεί, μέσα από τις αφηγήσεις τους, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια της ιστορίας της. Όπου η ζωή ακούγεται σαν παραμύθι και το παραμύθι κρύβει ζωή.

8.- Στέλλα Βρετού "Τα κόκκινα λουστρίνια" εκδ. Ωεκανίδα 2014
Κουνούσε πάνω κάτω το ένα πόδι για να δει ο παππούς τα κόκκινα γυαλιστερά παπούτσια της που ‘ταν τόσο όμορφα! Της τα ‘χε φέρει ο πατέρας της όταν επέστρεψε από κάποιο ταξίδι κι από εκείνη τη μέρα δεν τα ‘βγαλε απ’ τα πόδια της, καμάρωνε που τα φορούσε. Ο παππούς γύρισε και την κοίταξε, τα μάτια του της χαμογέλασαν.”
Έπειτα από πολλά χρόνια, ένα ζευγάρι παιδικά κόκκινα λουστρίνια σε μια βιτρίνα θα τη γυρίσουν στο παρελθόν.
Το μακρύ ταξίδι μιας ελληνικής οικογένειας που άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τέσσερις γενιές που η Ιστορία σημάδεψε τη μοίρα τους. Άντρες και γυναίκες, που γνώρισαν το πάθος, τον έρωτα, τη χαρά της δημιουργίας, τη ζεστασιά της οικογένειας, αλλά και την αποτυχία, τη μοναξιά.
Ζάκυνθος, Οδησσός, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αθήνα. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση ο Γιάγκος με την οικογένειά του εγκατέλειψε την Οδησσό και ρίζωσε στην Κωνσταντινούπολη. Η δισέγγονή του Νένα θα ζήσει τον αφανισμό των Ρωμιών και το τέλος μιας εποχής. Στην Αθήνα όπου θα βρεθεί θα χαράξει τη δική της διαδρομή, όμως η Πόλη θα είναι πάντα εκεί.

9.- Χαρά Σαμπανίδου "Οι γλάροι του Βοσπόρου", εκδ. Ωεκανός 2013
Η Ευγενία από την Καππαδοκία, πλάσμα ευαίσθητο κι ευγενικό, θα βρεθεί ολομόναχη στην Πόλη, αλλά η τύχη και η φυσική της καλοσύνη θα τη φέρουν κοντά στον Αναστάση, τον άντρα που παντρεύεται. Κοντά του θα γνωρίσει μια απρόσμενη ευτυχία... Θα αποκτήσουν τέσσερεις λατρεμένες κόρες...
Η Ειρήνη, όμορφη και προκομμένη, θα ακολουθήσει τα βήματα της μητέρας της...
Η Μαρίκα κι η Φρόσω, πανέμορφες, ατίθασες, όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό, γοητευμένες από τα καφέ σαντάν και τα ρεμπέτικα στέκια της πολυπρόσωπης Πόλης, θα γοητευθούν από τη νύχτα, θα γνωρίσουν την οθωμανική χλιδή και θα βρεθούν σπρωγμένες από τον έρωτα στην αντίπερα όχθη... Θα απαρνηθούν οικογένεια και θρησκεία για να ζήσουν τον μεγάλο έρωτα βυθίζοντας την οικογένειά τους στην απελπισία... κι ανατρέποντας τις ζωές τους..
Η Ιωάννα, μια ήσυχη κι αθώα παρουσία...
Σαν τους γλάρους του Βοσπόρου, οι τέσσερεις κόρες της Ευγενίας, διαγράφουν τις ζωές που επιλέγουν στην Πόλη των Ελλήνων με τις μυριάδες γεύσεις και τα αρώματα, πριν τα σαρώσει ο άγριος άνεμος της κεμαλικής μισαλλοδοξίας...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου